Βασική αρχή όλων των παγκόσμιων οικονομικών θεωρήσεων, είναι ότι για να μπει μια πόλη, μια περιοχή γενικότερα, σε τροχιά ανάπτυξης, χρειάζεται πρώτα από όλα να χαραχθεί μια αναπτυξιακή στρατηγική, η οποία αφενός θα υπηρετείται με συνέπεια από όλους τους παραγωγικούς φορείς, προκειμένου να αναδειχθούν όλα τα συγκριτικά της πλεονεκτήματά που θα την καταστήσουν θελκτική σε επενδύσεις και αφετέρου να απολαμβάνει την καθολική εμπιστοσύνη της κοινωνίας.
Από αυτόν τον κανόνα δεν εξαιρείται η Θεσσαλονίκη η οποία, φύση και θέση, ήρθε η ώρα να κεφαλαιοποιήσει το ρόλο της ως πρωτεύουσα της Ν.Α. Ευρώπης, γιγαντώνοντας παράλληλα την παρουσία της σε εθνικό αλλά και Βαλκανικό επίπεδο.
Φυσικά και ο νέος ρόλος της Θεσσαλονίκης δεν μπορεί να προκύψει εν μια νυκτί, ούτε να καθοριστεί χωρίς να λάβουμε σοβαρά υπόψη τις παθογένειες που έπληξαν μέχρι σήμερα την ανταγωνιστικότητα της.
Πολύ δε περισσότερο μετά την αδυναμία δεκαετιών να αναχαιτίσει τα έντονα φαινόμενα αποβιομηχάνισης, να επαναφέρει σε θετικούς ρυθμούς τους οικονομικούς της δείκτες και να περιορίσει το αναπτυξιακό χάσμα με την Αθήνα, που υπήρξε αποτέλεσμα της απουσίας μιας στοχευμένης στρατηγικής για την επαναδραστηριοποίηση όλων των τοπικών παραγωγικών δυνάμεων που παραμένουν αδρανείς ή υπολειτουργούν.
Τα νέα οικονομικά δεδομένα όμως που διαμορφώνονται στη Θεσσαλονίκη, μετά και την υπερψήφιση από την ολομέλεια της Βουλής του νομοσχεδίου του ΥΜΑΘ για την επανεκκίνηση της Ζώνης Καινοτομίας Θεσσαλονίκης, μας επιτρέπουν να επενδύσουμε στη γνώση και να ξεκινήσουμε μια ευρεία συζήτηση για την εκπόνηση ενός ρεαλιστικού σχεδίου, το οποίο θα αφορά στη βιώσιμη ανάπτυξη της πόλης και θα προτάσσει τον αναπτυξιακό δυναμισμό της, καθώς και τη διεθνή της διάσταση.
Η Θεσσαλονίκη του αύριο, η Θεσσαλονίκη που ονειρευόμαστε, οφείλει να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τη γεωγραφική της θέση ως «πύλη» της Ευρώπης και μέσω της αξιοποίησης του ΟΛΘ και των χερσαίων συνόρων της Βόρειας Ελλάδας, να εξελιχθεί σε επίκεντρο οικονομικής επιρροής για το σύνολο της Βαλκανικής, αλλά και της Μεσογείου.
Παράλληλα, μέσω της διάχυσης της αναπτυξιακής της δυναμικής στο σύνολο της Μακεδονίας και της Θράκης και τη δημιουργία θυλάκων επιχειρηματικής, τεχνολογικής, αλλά και επιστημονικής γνώσης, έχει τη δυνατότητα να αναδειχθεί σε διεθνώς αναγνωρισμένο κόμβο καινοτομίας.
Με λίγα λόγια η Θεσσαλονίκη της αποβιομηχάνισης, της εσωστρέφειας και της στασιμότητας αλλάζει, καθώς πλέον διαθέτει τα εχέγγυα για να συμμετέχει ουσιαστικά σε αυτό που ονομάζω «αντεπίθεση» της ελληνικής οικονομίας.
Και μπορεί να το κάνει, διότι διαθέτει μια σειρά ιδιαίτερα σημαντικών πλεονεκτημάτων, όπως είναι για παράδειγμα η κομβική γεωγραφική της θέση, η διαχρονική παρουσία του εθνικού εκθεσιακού μας φορέα, η ύπαρξη σημαντικών μεταφορικών υποδομών, όπως η Εγνατία Οδός, η επαναδραστηριοποίηση της Ζώνης Καινοτομίας Θεσσαλονίκης, καθώς και η μεταφορά των αρμοδιοτήτων της πρώην Επιχειρησιακής Μονάδας Ανάπτυξης στην Διεύθυνση Οικονομίας και Τουριστικής Ανάπτυξης του ΥΜΑΘ.
Όλες οι παραπάνω προϋποθέσεις συγκροτούν ένα σύνολο ικανό να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της τοπικής μας οικονομίας, να κόψει το γόρδιο δεσμό που εξακολουθεί να μας κρατά εγκλωβισμένους στο χθες και να υποχρεώσει εγχώριους και ξένους παράγοντες να αναθεωρήσουν την εικόνα που έχουν για τη Θεσσαλονίκη μας.
Όπως τόνισα και στην πρόσφατη συζήτηση της Ολομέλειας της Βουλής, όπου συζητήθηκε το νομοσχέδιο του ΥΜΑΘ για τη Ζ.ΚΑΙ.Θ., η Θεσσαλονίκη δεν είναι άλλη μια χαμένη υπόθεση.
Έχει σφυγμό, έχει παρόν και ως χώρος υποδοχής επενδυτικών ευκαιριών, μπορεί να έχει ένα ουσιαστικό αναπτυξιακό μέλλον.
Αυτό είναι το δικό μας μεγάλο στοίχημα, το οποίο καλούμαστε να κερδίσουμε.
Ας μην πάει λοιπόν χαμένη και αυτή η ευκαιρία.
Θεόδωρος Γ. Καράογλου
Υπουργός Μακεδονίας και Θράκης