ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΑΡΑΟΓΛΟΥ (Εισηγητής της Μειοψηφίας): Δεν αντέχω τον πειρασμό, να μην κάνω μια πολύ σύντομη αναφορά σχετικά με αυτά που ακούσαμε προηγουμένως από τον κύριο Υπουργό. Πράγματι, κατανοούμε όλη την επικοινωνιακή ανάγκη της Κυβέρνησης να εμφανίζει κάποιες επιτυχίες. Είναι κατανοητή η ανάγκη της Κυβέρνησης να εμφανίσει επικοινωνιακά κάποιες επιτυχίες, μετά τις συνεχείς αποτυχίες που έχει στο εσωτερικό μέτωπο της χώρας. Κλασικό και χαρακτηριστικό παράδειγμα των τελευταίων ημερών είναι ο δραματικός και πολύ λάθος χειρισμός από πλευράς του αρμόδιου Υπουργού Μεταφορών, του κυρίου Ραγκούση, για το θέμα των ταξί, καθώς και ο εκτροχιασμός του Προϋπολογισμού του 2011, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του α΄ εξαμήνου του 2011. Έτσι, λοιπόν, θριαμβολογεί και προσπαθεί να δημιουργήσει εντυπώσεις, διακηρύττοντας ότι τα πρόσφατα αποτελέσματα της Συνόδου Κορυφής ήταν εντυπωσιακά. Έχουμε φτάσει, σχεδόν, στο σημείο να πει η Κυβέρνηση ότι: «Ευτυχώς που ήταν η Ελλάδα, η οποία θα σώσει και όλη την Ευρώπη από το δημόσιο χρέος»! Εκεί κινδυνεύουμε να καταλήξουμε.
Όμως, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι σε αυτή τη συμφωνία υπάρχουν αρκετά σκοτεινά σημεία. Θα σας αναφέρω, ενδεικτικά μόνο, μερικά από αυτά. Φυσικά, θα έχουμε τη δυνατότητα την επόμενη Τετάρτη, στη συζήτηση με τον Υπουργό, τον κύριο Βενιζέλο, να τα αναλύσουμε ακόμη περισσότερο. Η «επιλεκτική χρεοκοπία» δεν έχει σημασία αν αναφέρεται ως «επιλεκτική». Το γεγονός είναι ότι έχουμε χρεοκοπία. Ήδη, οι πιστοληπτικοί οίκοι μας έχουν υποβαθμίσει στην κατηγορία της επιλεκτικής χρεοκοπίας. Άρα, λοιπόν, το δεδομένο είναι ότι η «ρετσινιά» για την ελληνική οικονομία, ότι αυτή χρεοκόπησε, εμφανίστηκε. Προσπαθούσαμε εδώ και ενάμισι χρόνο, περίπου, να αποφύγουμε αυτό το γεγονός και όμως φτάσαμε τελικά στη χρεοκοπία, με ευθύνες της Κυβέρνησης, με αδράνεια και λάθη.
Το δεύτερο είναι ότι υπάρχει ένα σκοτεινότατο σημείο, το οποίο έχει σχέση με την παροχή εμπράγματων εγγυήσεων. Αυτό, δηλαδή, τι είναι; Ποιες θα είναι οι εμπράγματες εγγυήσεις, τις οποίες θα δώσει το ελληνικό Δημόσιο; Θα είναι ακίνητη περιουσία ή πολιτιστικοί θησαυροί; Αυτά είναι σοβαρά ζητήματα.
Το τρίτο ζήτημα είναι αν θα υπάρξει ανάγκη για νέα δημοσιονομικά ή άλλα μέτρα. Προβλέπετε κάτι τέτοιο; Αυτό είναι ζήτημα, το οποίο θέλει διευκρίνιση. Είναι, βέβαια, κατανοητό από όλους ότι ο ελληνικός λαός δεν αντέχει νέα δημοσιονομικά μέτρα.
Τέταρτο ζήτημα, το οποίο αποτελεί σκοτεινό ζήτημα, είναι το θέμα των ιδιωτών επενδυτών. Βεβαίως, έγινε μια προσπάθεια από τον κύριο Υπουργό να αναλυθεί σε τι ακριβώς συνίσταται η συμμετοχή των ιδιωτών επενδυτών σε αυτή τη διαδικασία. Εξακολουθούν, όμως, και παραμένουν αρκετά σκοτεινά σημεία. Βεβαίως, επιφυλασσόμαστε, για τη συζήτηση της Τετάρτης, να τοποθετηθούμε αναλυτικά για τα συγκεκριμένα ζητήματα.
Αυτό, όμως, που σίγουρα έχει γίνει, δυστυχώς με ευθύνη της Κυβέρνησης, η Ελλάδα είναι το «πειραματόζωο» της Ευρώπης. Γιατί με ευθύνη της Κυβέρνησης εφαρμόζεται ένα πειραματικό σχέδιο και μακάρι να έρθουν όλα βολικά και να πάνε όλα κατ’ ευχή. Βεβαίως, δεν ξέρω αν θα έχουμε «Πρωθυπουργό της δραχμής», αλλά «Πρωθυπουργό της χρεοκοπίας» έχουμε και λέγεται Γεώργιος Παπανδρέου.
Ξεκινάω την εισήγησή μου για το νομοσχέδιο, ξεκαθαρίζοντας, από την αρχή, ότι εμείς έχουμε τονίσει ότι στο νομοσχέδιο κατ’ αρχήν στεκόμαστε κατά, γιατί υπάρχουν σοβαρά ζητήματα αντισυνταγματικότητας. Αναφέρομαι στα κεφάλαια που αφορούν τα συνταξιοδοτικά ζητήματα. Επίσης, υπάρχουν σοβαρά ζητήματα αντισυμβατότητας με την κοινοτική νομοθεσία. Αναφέρομαι στο συγκεκριμένο μέρος Γ΄, αυτό που θα συζητήσουμε τώρα και που έχει σχέση με τη ρύθμιση της αγοράς των παιγνίων και άλλες διατάξεις.
Δεν μπορούμε, εκ των πραγμάτων, να τοποθετηθούμε κατ’ άρθρο στο συγκεκριμένο μέρος, το Γ΄, στα 25 άρθρα που πρέπει να συζητήσουμε, γιατί απλούστατα ήρθαν κάποιες προσθήκες - τροπολογίες - αναδιατυπώσεις, οι οποίες στην ουσία είναι ένα άλλο νομοσχέδιο. Είναι τέσσερις γεμάτες σελίδες, με τις οποίες αλλάζει όλη τη φιλοσοφία του νομοσχεδίου. Επομένως, επιφυλασσόμαστε για την Ολομέλεια, αφού μελετήσουμε, επακριβώς, τις συγκεκριμένες προσθήκες - αναδιατυπώσεις - επαναδιατυπώσεις. Θα πρέπει να πω, όμως, ότι αυτές οι προσθήκες, στην ουσία, αλλάζουν τη φιλοσοφία του Κανονισμού της Βουλής, γιατί δεν είναι όπως θα έπρεπε να είναι, καθώς στην ουσία με αυτές αλλάζει όλη η φιλοσοφία του νομοσχεδίου. Δηλαδή, δεν πρόκειται για μια τροπολογία εκ μέρους της Κυβέρνησης, αλλά για προσθήκες - αναδιατυπώσεις, οι οποίες – όπως είπα – είναι πραγματικά αλλαγή του νομοσχεδίου.
Επί της αρχής, όμως, για το συγκεκριμένο μέρος, το Γ΄, πρέπει να ξεκαθαρίσω ότι σαφέστατα η Ν.Δ. είχε τοποθετηθεί υπέρ της ρύθμισης της αγοράς των παιγνίων, με τη δημιουργία ενός αυστηρού θεσμικού πλαισίου, το οποίο να εμπεριέχει ρυθμίσεις για ένα αποτελεσματικό και κοινοτικά αποδεκτό πλαίσιο αδειοδότησης, εποπτείας και ελέγχου των παρόχων και από επαρκείς κανόνες προστασίας των καταναλωτών. Ωστόσο, η Ν.Δ. είναι κάθετα αντίθετη στην ανεξέλεγκτη επέκταση της αγοράς τυχερών παιγνίων, δηλαδή στη λογική της «καζινοποίησης» της χώρας, προκειμένου η Κυβέρνηση να καταστήσει τα τυχερά παιχνίδια, απλά και μόνο, πηγή δημοσίων εσόδων. Είναι γνωστό ότι η Κυβέρνηση, στο παρελθόν, δύο φορές έβγαλε σε δημόσια διαβούλευση το νομοσχέδιο, συνάντησε διάφορες αντιδράσεις και τελικά οι μόνες αλλαγές που έκανε ήταν οι αλλαγές οι οποίες ικανοποιούσαν την εσωκομματική της αντιπολίτευση, αγνοώντας όλους τους υπόλοιπους βουλευτές των υπόλοιπων κομμάτων.
Ήδη, εδώ και δύο χρόνια, κυρία Πρόεδρε, καταβάλλουμε καθημερινά ένα πρόστιμο, 31.000.536 ευρώ, ενώ σήμερα εκτιμάται ότι λειτουργούν περισσότερα από 200.000 μηχανήματα ανεξέλεγκτα, χωρίς κανόνες, ποσοστά κέρδους, φορολόγηση και τήρηση ορίων ηλικίας. Παράλληλα, έχουμε και μια τεράστια και ανεξέλεγκτη αγορά διαδικτυακού στοιχήματος, δηλαδή μέσω internet, για την οποία εκτιμάται ότι ο τζίρος της είναι της τάξης των 5 δισ. ευρώ, ενώ η φοροδιαφυγή που γίνεται από αυτή την αγορά είναι της τάξης του 1,5 δισ. ευρώ.
Θυμίζω ότι πριν από ενάμισι, περίπου, χρόνο είχαμε αναδείξει το συγκεκριμένο θέμα ως παράταξη, όταν καταθέσαμε σχετική επίκαιρη επερώτηση. Αυτή η επερώτηση συζητήθηκε στις 15 Μαρτίου του 2010 και είχαμε πάρει την υπόσχεση από τον Υπουργό Πολιτισμού, τον κύριο Γερουλάνο, ότι η Κυβέρνηση το γνωρίζει το θέμα και το παρακολουθεί και ότι πολύ σύντομα θα το αντιμετωπίσει νομοθετικά. Φαίνεται, όμως, ότι το «σύντομα» έγινε πράξη για την Κυβέρνηση μετά από ενάμισι χρόνο.
Η Κυβέρνηση φέρνει μια νομοθετική ρύθμιση, η οποία θεωρούμε ότι είναι ατελής, ότι δεν έχει αρχή, μέση και τέλος και η οποία, πάνω από όλα, δεν είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο, γιατί εκκρεμούν δύο πάρα πολύ σοβαρά ζητήματα. Το πρώτο είναι ότι η δημόσια διαβούλευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχει τελειώσει, ολοκληρώνεται στις 8 Αυγούστου του 2011. Επομένως, η Κυβέρνηση αγνοεί αυτή την κοινοτική διαδικασία. Το δεύτερο είναι ότι η χώρα δε συμμορφώθηκε σε βασικές παρατηρήσεις της εμπεριστατωμένης γνώμης της αρμόδιας Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διατύπωσε συγκεκριμένες αντιρρήσεις, τις οποίες όφειλε η Κυβέρνηση να συμπεριλάβει στο υπό κατάθεση νομοσχέδιο. Δυστυχώς, η Κυβέρνηση τις αγνόησε. Αυτό, πρακτικά, σημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, αμέσως μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου, θα στείλει την Ελλάδα στα ευρωπαϊκά Δικαστήρια και υπάρχει βεβαιότητα ότι θα επιβληθεί νέο πρόστιμο στην Ελλάδα, και μάλιστα πολύ μεγαλύτερο από το αρχικό, των 31.000.536 ευρώ, που πληρώνουμε ημερησίως. Και αυτό γιατί, απλούστατα, τότε έγινε κάτι εξ αμελείας, ενώ σήμερα γίνεται κάτι με δόλο. Ενώ, δηλαδή, υπάρχει συγκεκριμένο νομοσχέδιο και συγκεκριμένες και εμπεριστατωμένες απόψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε αυτό το θέμα, η Κυβέρνηση αγνοεί τόσο τη δημόσια διαβούλευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και την εμπεριστατωμένη άποψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αυτό είναι κάτι πάρα πολύ κακό και θα το βρούμε μπροστά μας.
Το συγκεκριμένο μέρος, το Γ΄, είναι σε εντελώς λάθος κατεύθυνση. Κατά την άποψή μας, θα έπρεπε να αποσυρθεί, όπως, άλλωστε, είχε προτείνει την προηγούμενη φορά και η Πρόεδρος της Επιτροπής, η κυρία Παπανδρέου. Πρέπει να συνεκτιμήσει τα δεδομένα της δημόσιας διαβούλευσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις παρατηρήσεις της και στη συνέχεια, να έρθει σας πλήρες και αυτοτελές νομοσχέδιο, για να γίνει ουσιαστικός διάλογος. Γι’ αυτό το λόγο εμείς επί της αρχής στα συγκεκριμένα άρθρα είμαστε κατά. Επιφυλασσόμαστε, όμως, στην Ολομέλεια και αφού έχουμε μελετήσει τις πολύ μεγάλες τροποποιήσεις τις οποίες έφερε η Κυβέρνηση, για να τοποθετηθούμε αναλυτικά.