Άρθρο του Υφυπουργού Εσωτερικών (Μακεδονίας και Θράκης), κ. Θεόδωρου Καράογλου, στο περιοδικό "Polis Local" (τεύχος Μαρτίου), που δημοσιεύτηκε στις 11 Μαρτίου 2020
«Ο τουρισμός κεντρικός πυλώνας της εθνικής μας οικονομίας»
Έχω επισημάνει πολλές φορές σε αρθρογραφία μου ότι ο τουρισμός ως κλάδος παραγωγικής δραστηριότητας και αναπτυξιακής προτεραιότητας δεν πρέπει να επιχειρείται και να εφαρμόζεται μονοθεματικά.
Σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο η τουριστική μας "αγορά" πρέπει να διευρυνθεί προκειμένου να συνεχίσει να προσφέρει εμπειρίες και υπηρεσίες υψηλού επιπέδου, αποκτώντας έναν πολυδιάστατο χαρακτήρα ο οποίος δεν θα βασίζεται αποκλειστικά στο μοντέλο του "ήλιος και θάλασσα".
Έχοντας κερδίσει το προνόμιο να συγκαταλέγεται ανάμεσα στους 20 κορυφαίους τουριστικούς προορισμούς σε παγκόσμιο επίπεδο, η Ελλάδα έχει μπροστά της μια μεγάλη πρόκληση που δεν είναι άλλη από την τουριστική της "ωρίμανση".
Ακολουθώντας τις τάσεις της σύγχρονης εποχής, βρισκόμαστε στο σημείο καμπής που πρέπει ως χώρα και οικονομία να κάνουμε ένα ποιοτικό βήμα προς τα εμπρός, εμπλουτίζοντας το τουριστικό μας χαρτοφυλάκιο με νέα προϊόντα τα οποία θα προσελκύσουν νέους και περισσότερους επισκέπτες.
Προφανώς η ύπαρξη "σταθερών" σημείων αναφοράς θα αποτελέσει τη βάση του όλου εγχειρήματος. Ωστόσο αναλύοντας προσεκτικά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά σχετικών μελετών καθίσταται σαφές ότι γαστρονομία, πολιτισμός, ιστορία και θρησκευτικά μνημεία συγκαταλέγονται στην κορωνίδα των τουριστικών προϊόντων που αναζητούν εκατομμύρια συνάνθρωποί μας οι οποίοι στρέφονται στον θεματικό τουρισμό.
Αναφέρομαι σε εκείνους οι οποίοι δεν αναζητούν απλώς ένα κατάλυμα για να περάσουν δυο εβδομάδες το καλοκαίρι, αλλά επιδιώκουν να ζήσουν τουριστικές εμπειρίες καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου γνωρίζοντας βαθύτερα τον πολιτισμό και την κουλτούρα των προορισμών που επισκέπτονται.
Στο Υπουργείο Εσωτερικών (Τομέας Μακεδονίας και Θράκης) έχοντας αντιληφθεί αυτήν την "ανάγκη", δεδομένου ότι ο τουρισμός εμπεριέχει την έμφυτη τάση του ανθρώπου να ταξιδεύει, να γνωρίζει και να επικοινωνεί, συμμετείχαμε και φέτος στις Διεθνείς Τουριστικές Εκθέσεις της Σόφιας και του Βελιγραδίου.
Αποστολή μας ήταν να ενδυναμώσουμε, να προβάλλουμε και να προωθήσουμε τον προσκυνηματικό τουρισμό στη Μακεδονία και τη Θράκη.
Μέσα από τις διαδοχικές συναντήσεις που είχα και στις δυο εκθέσεις με μεγάλο αριθμό ταξιδιωτικών πρακτόρων αλλά και επιχειρηματιών του τουριστικού κλάδου, ευχαρίστησα το φίλο λαό της Σερβίας και της Βουλγαρίας για το γεγονός ότι έχουν καθιερώσει την Ελλάδα ως κορυφαίο τουριστικό τους προορισμό.
Αναλογιστείτε ότι περισσότεροι από 1,4 εκατομμύρια Βούλγαροι επισκέφθηκαν την πατρίδα μας το 2018, ενώ μόνο σε ένα μήνα, το Σεπτέμβριο του 2019 πραγματοποίησαν 158.300 ταξίδια στην Ελλάδα. Και η καταμέτρηση συνεχίζεται.
Το ίδιο ισχύει και με τους Σέρβους, αφού το 2019 επισκέφθηκαν την Ελλάδα περισσότεροι από ένα εκατομμύριο, ενώ σύμφωνα με την Ένωση Ξενοδόχων Θεσσαλονίκης το 2018 καταγράφηκαν 53.318 διανυκτερεύσεις Σέρβων τουριστών στην πόλη της Θεσσαλονίκης.
Η εμπιστοσύνη που αμφότεροι μας δείχνουν είναι το "καύσιμο" που μας βοηθά να εξελίξουμε το τουριστικό μας προϊόν.
Στο πλαίσιο αυτό προέτρεψα τους "γείτονες" μας να ανακαλύψουν και άλλες -εξίσου όμορφες- πτυχές της πατρίδας μας, συνεχίζοντας να απολαμβάνουν τη μοναδική ομορφιά, την ευγένεια και τον πολιτισμό μας.
Τους εξήγησα ότι για εμάς ο τουρισμός αποτελεί κεντρικό πυλώνα της εθνικής μας οικονομίας και πως μέσα από τις πολιτικές που εφαρμόζουμε παρέχουμε στον σύγχρονο τουρίστα εξειδικευμένες ενεργητικές και εναλλακτικές υπηρεσίες 365 ημέρες το χρόνο.
Τόνισα ότι δίνουμε έμφαση στην αυθεντικότητα των διακοπών και όχι στην εμπορευματοποίησή τους, αφού Ελλάδα δεν είναι μόνο ο ήλιος και η θάλασσα μα πολλά περισσότερα όπως ο πολιτισμός, η ιστορία και η θρησκεία μας.
Εστιάζω στο τελευταίο γιατί από τη φύση του ο άνθρωπος είναι βαθιά θρησκευτικό ον. Αναζητά την επικοινωνία με το Θείο και ως εκ τούτου κάθε προσκύνημα απορρέει από το συναίσθημα της θρησκευτικής πίστης.
Ταυτόχρονα αποτελεί και γενεσιουργό αιτία τουρισμού, γι' αυτό και σύμφωνα με τους ειδικούς ο θρησκευτικός τουρισμός θεωρείται -και είναι- η ιστορικά αρχαιότερη μορφή τουρισμού.
Στη Βόρεια Ελλάδα τη συναντούμε πολύ συχνά αφού κατακλυζόμαστε από τουρίστες οι οποίοι επισκέπτονται τη Μακεδονία και τη Θράκη υποκινούμενοι από τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις και από την επιθυμία να γνωρίσουν καλύτερα την πλούσια θρησκευτική παράδοση.
Βλέπετε, στον τόπο μας έχουμε το προνόμιο να ξεχωρίζει το Άγιο Όρος με τις είκοσι Πατριαρχικές και Σταυροπηγιακές Μονές, τις εκατοντάδες σκήτες, τα κελιά και τα ασκητήρια, που συνδυαστικά αποτελούν μια μοναδική πνευματική όαση, όπου παράγονται μεγάλοι καρποί αγιότητας, λογιότητας και τέχνης.
Επίσης, οι Ιερές Μητροπόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης αριθμούν 84 μοναστήρια, τα οποία προστίθενται σε όλα τα χριστιανικά μνημεία της Βόρειας Ελλάδας. Μνημεία που αφορούν τη βυζαντινή, μεταβυζαντινή και μεταγενέστερη περίοδο.
Το ίδιο παρατηρείται και στη Θεσσαλονίκη όπου ξεχωρίζουν ο Ιερός Ναός του Αγίου Δημητρίου, η Ροτόντα (δηλαδή ο Ιερός Ναός του Αγίου Γεωργίου) και πολλοί άλλοι.
Εξίσου σημαντικό είναι και το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού που βραβεύθηκε ως ένα από τα δέκα καλύτερα της Ευρώπης όσον αφορά τη διαδραστική παρουσίαση του και την προσβασιμότητα.
Απαριθμώ όλα τα παραπάνω για να καταδείξω ότι στις ημέρες μας ο θρησκευτικός τουρισμός συγκροτεί ένα σύγχρονο οικονομικό και κοινωνικό φαινόμενο με πολυεπίπεδες διαστάσεις. Εξ ου και αποτελεί ισχυρό πόλο έλξης ενός σημαντικού αριθμού τουριστών, η διαχείριση των οποίων χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και σεβασμό.
Η Ελλάδα, ως σταυροδρόμι ηπείρων και πολιτισμών, υποχρεούται να αξιοποιήσει την εκκλησιαστική και πολιτιστική κληρονομιά που διαθέτει, αναδεικνύοντας τον τεράστιο θρησκευτικό της πλούτο, προκειμένου να φέρει πιο κοντά όσους αναζητούν τις αληθινές αξίες της πίστης, της ελπίδας και της αγάπης, δεδομένου ότι η Ορθοδοξία είναι ο πολιτισμός της ψυχής μας.
Συνδυάζοντας όλα τα παραπάνω εμπλουτίζουμε και κοινωνούμε καλύτερα το τουριστικό μας προϊόν, κάνοντας πιο αποδοτική την εθνική οικονομία. Διότι ανάπτυξη του τουρισμού σημαίνει ενίσχυση της οικονομίας, νέες θέσεις εργασίας, τόνωση της αγοράς, περισσότερες επιχειρηματικές ευκαιρίες, σημαντικότερες προοπτικές επενδύσεων και διαμόρφωση φιλικών σχέσεων μεταξύ των λαών.
Όπως τόνισα, εξάλλου, στις ομιλίες μου στις συνεντεύξεις Τύπου που παραχώρησα στις διεθνείς εκθέσεις τουρισμού στη Σόφια και το Βελιγράδι: "ένα χαμόγελο είναι ισχυρότερος συνδετικός κρίκος από οποιαδήποτε πολιτική δράση".
Το πιστεύω και εργάζομαι για αυτό.