Άρθρο του Υφυπουργού Εσωτερικών (Μακεδονίας και Θράκης), κ. Θεόδωρου Καράογλου, στο περιοδικό "Polis Local", που δημοσιεύτηκε το Σάββατο 01 Φεβρουαρίου 2020
«Ο πρωτογενής τομέας ως καταλύτης ανάπτυξης της χώρας»
Στη ζωή μου έχω μάθει να τιμώ και να σέβομαι τον κόπο και τον ιδρώτα του αγρότη. Έχοντας μεγαλώσει σε μια κατ'εξοχήν αγροτική περιοχή της Θεσσαλονίκης, όπως είναι το Ζαγκλιβέρι, γνωρίζω από πρώτο χέρι τι σημαίνει να ξυπνάς χαράματα. Να πηγαίνεις από νωρίς στο χωράφι μαζί με την οικογένειά σου για να καλλιεργήσεις τη γη, ώστε εκείνη να σε θρέψει και να σε συντηρήσει οικονομικά, αλλά και να αγωνιάς σε κάθε κακοκαιρία για το αν θα προλάβεις να συλλέξεις τους καρπούς της αδιάκοπης προσπάθειάς σου ή θα βρεις την παραγωγή σου κατεστραμμένη.
Γι' αυτό και είμαι σε θέση να ξέρω ότι ο πρωτογενής τομέας, όσο παρεξηγημένος και αν θεωρείται, είναι ένας από τους ελάχιστους παραγωγικούς τομείς άμεσης απόδοσης της ελληνικής οικονομίας.
Παίρνοντας το λόγο στο δεύτερο συνέδριο εκμηχάνισης της ελληνικής γεωργίας, που διοργάνωσε πρόσφατα στην πόλη μας ο Σύνδεσμος Εισαγωγέων Αντιπροσώπων Μηχανημάτων, έκανα εκτενή αναφορά στα πολλαπλά οφέλη που θα έχει για τους Έλληνες αγρότες η χρήση σύγχρονου τεχνολογικού εξοπλισμού στην αύξηση του "καθαρού" εισοδήματος, στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, στη μείωση των ατυχημάτων και φυσικά στη μείωση του εργατικού κόστους.
Τόνισα ότι η εκμηχάνιση της ελληνικής γεωργίας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση βιωσιμότητας και ανάπτυξης, προσθέτοντας πως για τη δική μας κυβέρνηση ο πρωτογενής τομέας αποτελεί καταλύτη ανάπτυξης της χώρας.
Το γεγονός ότι στεκόμαστε σύμμαχοι και συμπαραστάτες κάθε Έλληνα αγρότη αποδεικνύεται από το πλέγμα δράσεων και παρεμβάσεων που εφαρμόσαμε στους έξι μήνες από την ημέρα που ο ελληνικός λαός μας εμπιστεύθηκε τη διακυβέρνηση της χώρας.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα υλοποιήσαμε το 70% των προγραμματικών δεσμεύσεων της Κυβέρνησης προς τους αγρότες καθώς μειώσαμε τον φορολογικό συντελεστή των αγροτικών συλλογικών σχημάτων στο 10%, όπως επίσης και το κόστος παραγωγής, μέσω της μείωσης του φόρου των αγροτικών επιχειρήσεων από το 28% στο 20% και της δραστικής μείωσης του εισαγωγικού συντελεστή του φόρου εισοδήματος από το 22% στο 9%. Επιπλέον, σε ό,τι αφορά τη μείωση του κόστους παραγωγής, επήλθε μείωση του ΕΝΦΙΑ μεσοσταθμικά κατά 22%, ενώ θα ακολουθήσει επιπλέον μείωση κατά 8% εντός του 2020.
Παράλληλα διατηρήθηκε σταθερό το αφορολόγητο, τέθηκε σε διαβούλευση ο νέος συνεταιριστικός νόμος, διαμορφώθηκε το κανονιστικό πλαίσιο των διεπαγγελματικών οργανώσεων και ψηφίστηκε διάταξη η οποία προβλέπει ότι ο βεβαιωμένος Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης για το κρασί που δεν διατέθηκε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2018 να μπορεί να επιστρέφεται ή να διαγράφεται.
Όσον αφορά στο χρονοδιάγραμμα των δράσεων που αναμένεται να υλοποιηθούν το 2020, ο αρμόδιος συνάδελφος υπουργός έθεσε, μεταξύ άλλων, ως προτεραιότητα το ασφαλιστικό των αγροτών, τη διευθέτηση του ζητήματος των εργατών γης, τη διαπραγμάτευση για τη νέα ΚΑΠ, την αντιμετώπιση των ελληνοποιήσεων, καθώς επίσης και την εκπόνηση ενός προγράμματος αναδιαρθρώσεων καλλιεργειών.
Η συνολική στρατηγική που ανέπτυξα παραπάνω διέπεται από συγκεκριμένη στοχοθεσία. Πρώτα απ' όλα την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής παραγωγής και φυσικά την αύξηση του εισοδήματος των παραγωγών. Κατά δεύτερον επιχειρεί να συγκρατήσει το ανθρώπινο δυναμικό στον πρωτογενή τομέα προκειμένου η ενασχόληση με τη γεωργία να αποτελεί ελκυστική δραστηριότητα μέσω της οποίας εξασφαλίζεται ένα αξιοπρεπές εισόδημα και όχι επιλογή ανάγκης. Τρίτον αποτελεί μέρος της συνολικής υπέρβασης που επιχειρεί εδώ και έξι μήνες η ελληνική οικονομία με σκοπό να ανοίξει τα φτερά της προς καλύτερες ημέρες.
Με τις πολιτικές μας καθιστούμε σαφές πως η επαναχάραξη του καλλιεργητικού αναπτυξιακού μοντέλου και η ενθάρρυνση των επενδύσεων στον πρωτογενή τομέα λειτουργούν πολλαπλασιαστικά για τον Έλληνα αγρότη και συνάμα αναβαθμίζουν τον αγροτικό τομέα.
Ειδικότερα για τη Βόρεια Ελλάδα δεν αρκεί να λέμε ότι ο τόπος μας είναι ευλογημένος και πλούσιος, αλλά να αναδείξουμε τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα και φυσικά την απαράμιλλη ποιότητα των ποιοτικών προϊόντων που παράγει. Στη Μακεδονία και τη Θράκη έχουμε το προνόμιο να καμαρώνουμε, για παράδειγμα, για τον περίφημο κρόκο Κοζάνης, την παγκοσμίως γνωστή σπιρουλίνα Σερρών ή το εξαίρετο μετάξι Σουφλίου, προϊόντα τα οποία οφείλουμε και πρέπει να εξάγουμε συντονισμένα στις διεθνείς αγορές.
Στην κατεύθυνση αυτή, στο Υπουργείο Εσωτερικών (τομέας Μακεδονίας και Θράκης), ενσωματώνουμε τη φήμη των ελληνικών αγροτικών προϊόντων στην προστιθέμενη αξία της ποιότητά τους, προσδίδοντάς τους ισχυρή ταυτότητα.
Μέσω της δεύτερης πρόσκλησης του προγράμματος ΠΑΡΑΓΩ, στο Διοικητήριο πετύχαμε να διπλασιάσουμε (από 58 σε 100) τα ποιοτικά παραδοσιακά προϊόντα της Μακεδονίας και της Θράκης που είναι κατοχυρωμένα ως ΠΟΠ-ΠΓΕ-ΕΠΙΠ, θωρακίζοντας χιλιάδες επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν στις εμπορικές τους επωνυμίες τον όρο "Μακεδονικός", "Μακεδονική" και "Μακεδονικό".
Εξίσου σημαντικό ήταν και ότι διεκδικήσαμε και καταφέραμε να οριστούμε επικεφαλής εταίρος και συνεργαζόμενος εταίρος σε έργα Interreg για τη λεκάνη της Μαύρης Θάλασσας, συνολικού προϋπολογισμού 1,8 εκατομμυρίων ευρώ.
Τα έργα στηρίζουν την ανάπτυξη και προώθηση τοπικών παραδοσιακών γεωργικών προϊόντων διατροφής, συμβάλλοντας στην οικονομική και πολιτιστική ενίσχυση της αγροτικής κοινότητας, εφαρμόζοντας κοινές στρατηγικές ανάπτυξης.
Η έγκριση της πρότασης που υποβλήθηκε από το ανθρώπινο δυναμικό που υπηρετεί στο Διοικητήριο δικαιώνει το ρόλο που διαδραματίζουμε ως φορέας προώθησης την Ποιοτικών Παραδοσιακών Προϊόντων της Βόρειας Ελλάδας σε εθνικό επίπεδο, καθώς επίσης και στην ενίσχυση του brand name "Μακεδονία" στη Βαλκανική ενδοχώρα και την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας.
Τώρα, λοιπόν, που η πατρίδα μας αναπτύσσει μια ισχυρή δυναμική προς τα εμπρός, το ίδιο οφείλουν να πράξουν όλοι οι παραγωγικοί τομείς της οικονομίας, ένας εκ των οποίων είναι και οι αγρότες, οι οποίοι πρέπει να λειτουργούν ως σύγχρονοι επιχειρηματίες.
Δεν έχει σημασία αν είναι "μικροί", "μεγάλοι" ή "μεσαίοι". Εκείνο που μετρά είναι η αναγέννηση της ελληνικής υπαίθρου και η επιβεβαίωση ότι το μοντέλο της ελληνικής γεωργίας αλλάζει προς το καλύτερο.