Άρθρο Θ. Καράογλου στην εφημερίδα «DELTAPRESS» που δημοσιεύτηκε την Πέμπτη 15 Ιουνίου 2017
«Η αναβάθμιση της Θεσσαλονίκης ξεκινά από τα δυτικά»
Η δυτική Θεσσαλονίκη διαθέτει και προσφέρει ευκαιρίες ανάπτυξης. Αρκεί, φυσικά, να αξιοποιήσει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει.
Τις δυνατότητές της τις γνωρίζουμε όλοι όσοι διατελέσαμε σε θέσεις ευθύνης. Ωστόσο οι παθογένειες που τη μαστίζουν, σε συνδυασμό με την απουσία διορατικότητας από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, τη μετέτρεψαν σε «κάλαθο αχρήστων» του υπόλοιπου πολεοδομικού συγκροτήματος.
Αν και πληθυσμιακά διαθέτει περισσότερους κατοίκους συγκριτικά με την ανατολική πλευρά της πόλης, εν τούτοις υστερεί κυρίως σε θέματα ταυτότητας προϊόντων και υπηρεσιών.
Η επιδείνωση της φτώχειας ως συνέπεια των υψηλών ποσοστών ανεργίας, το ανεπαρκές δίκτυο υποδομών, οι ελλείψεις σε σχολικά κτίρια, ακόμη και στα δίκτυα συγκοινωνίας, συντελούν στην παρατεταμένη υποβάθμιση της ποιότητας ζωής.
Ακόμη και τα χρόνια που οι επικρατούσες οικονομικές συνθήκες ήταν υγιείς, περιοχές όπως η Σίνδος, η Ιωνία, τα Κουφάλια, η Χαλάστρα, η Μενεμένη, ο Δενδροπόταμος, έμοιαζαν και ήταν αποκλεισμένες από την υπόλοιπη Μητροπολιτική Ενότητα.
Κάπως έτσι η δυτική Θεσσαλονίκη εξελίχθηκε σε μια πολυπροβληματική περιοχή, με αποτέλεσμα τη μετατόπιση των προοπτικών ανάπτυξης της.
Οι αδικίες εις βάρος της είναι πολλές, όπως εξίσου πολλές είναι και οι ευθύνες.
Σε κάθε άλλη ευρωπαϊκή πόλη οι περιοχές που θα βρίσκονταν δίπλα στο λιμάνι, το σιδηρόδρομο, τους οδικούς άξονες εθνικής σημασίας (ΠΑΘΕ, Εγνατία Οδός), και την παραγωγική δραστηριότητα (ΒΙΠΕ Σίνδου), θα αποτελούσαν επίκεντρο ανάπτυξης. Παρόλα αυτά, για τη δυτική Θεσσαλονίκη εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο συζήτησης προς... μελλοντική αξιοποίηση!
Επειδή, όμως, η πολιτική πρέπει να υπεισέρχεται στη λύση των προβλημάτων, η δρομολόγηση των απαιτούμενων παρεμβάσεων για την αναστροφή της υπάρχουσας εικόνας είναι επιτακτική.
Κατά την προσωπική μου άποψη, όπως την έχω καταθέσει επανειλημμένα, η αρχή πρέπει να γίνει από την παλιά δυτική είσοδο προκειμένου σταδιακά να εξελιχθεί σε ένα δρόμο αμιγώς αναπτυξιακό. Η λειτουργία εμπορικών κέντρων, καινούργιων ξενοδοχειακών μονάδων και τα αναρίθμητα κτίρια επαγγελματικών χώρων, μπορούν να συμβάλλουν στην αστική αναγέννηση και μεγιστοποίηση της οικονομικής και κοινωνικής ευημερίας μιας περιοχής ώριμης να προωθήσει την εικόνα της επιχειρηματικής και δημιουργικής Θεσσαλονίκης.
Ικανοποιώντας τις ανάγκες των αγορών-στόχων στις οποίες απευθύνεται και μεγιστοποιώντας την ελκυστικότητά της, η δυτική είσοδος μπορεί και πρέπει να μεταμορφωθεί σε ένα νέο αστικό πόλο ανάπτυξης, δεδομένου ότι από αυτήν διέρχονται οι μεγάλοι οδικοί άξονες εισόδου στη Θεσσαλονίκη.
Ένα δεύτερο βήμα πρέπει να είναι η κατασκευή τερματικού σταθμού του Μετρό στη Σίνδο για την εξυπηρέτηση των εργαζομένων στη βιομηχανική περιοχή και των φοιτητών που σπουδάζουν στο Αλεξάνδρειο ΤΕΙ. Η επέκταση του Μετρό στο δυτικό άκρο της πόλης θα διασχίζει πυκνοκατοικημένες περιοχές και θα εξυπηρετεί καθημερινά χιλιάδες επιβάτες, μειώνοντας την απόσταση που χωρίζει το δυτικό τμήμα της πόλης από το υπόλοιπο πολεοδομικό συγκρότημα.
Σημαντικό περιουσιακό στοιχείο της δυτικής Θεσσαλονίκης είναι και το θαλάσσιο μέτωπο που διαθέτει. Η ανάδειξη, αποκατάσταση και αξιοποίηση του μπορεί να προσδώσει μεγάλη προστιθέμενη αξία στην ακτογραμμή που επισκέφθηκε στα τέλη Μαΐου ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, κ.κ. Ιερώνυμος, χαρακτηρίζοντάς την μάλιστα «αποκάλυψη» και «θησαυρό» που «σε άλλα μέρη πολλοί θα ήθελαν να έχουν, για να αναπτύξουν». Η συγκεκριμένη περιοχή σήμερα δεν είναι επισκέψιμη. Αναμφίβολα, όμως, μπορεί να γίνει, μέσα από αστικές αναπτύξεις που δεν θα αλλοιώνουν το χαρακτήρα της και ήπιες παρεμβάσεις.
Προοπτικά θα πρέπει να εξετάσουμε και δυο κομβικά κατ' εμέ ζητήματα, όπως η μετεγκατάσταση της ΔΕΘ στο αγρόκτημα του ΑΤΕΙ-Θ Σίνδου και τη μεταφορά του αεροδρομίου «Μακεδονία» επίσης στη δυτική Θεσσαλονίκη.
Για το πρώτο έχω ταχθεί ανοικτά υπέρ όσων υποστηρίζουν ότι το αγρόκτημα του ΑΤΕΙ-Θ αποτελεί την καλύτερη επιλογή για την εγκατάσταση του εκθεσιακού μας κέντρου. Η έκταση είναι δημόσια και επαρκής, απέχει μόλις 11 χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης, έχει προσπελασιμότητα καθώς συνδέεται με την ΠΑΘΕ, την Εγνατία Οδό, τη δυτική είσοδο και την εξωτερική περιφερειακή, ενώ πόλεις όπως η Βέροια, τα Γιαννιτσά, η Κατερίνη και το Κιλκίς αποτελούν κοντινά αστικά κέντρα.
Για το δεύτερο θεωρώ ότι μακροπρόθεσμα θα αποτελέσει μια ιδιαίτερα σημαντική επένδυση η οποία θα καθιερώσει τη Θεσσαλονίκη ως εγχώριο και διεθνές μεταφορικό κόμβο. Μεταφορά του αεροδρομίου «Μακεδονία» στα δυτικά θα σημάνει τη μετεξέλιξή του σε αεροδρόμιο όλης της Βόρειας Ελλάδας, μιας και θα είναι δυνατή η προσπέλασή του από παντού σε δεδομένο χρόνο. Θυμίζω ότι δυτικά της Θεσσαλονίκης, στο χωριό Κλειδί Ημαθίας, διασταυρώνονται οι δυο κύριοι οδικοί άξονες της χώρας, ο ΠΑΘΕ και η Εγνατία Οδού, ενώ ανάμεσα στη Χαλάστρα και τα Μάλγαρα ο ΠΑΘΕ έχει κατεύθυνση προς τους Ευζώνους και τα σύνορα με τα Σκόπια.
Με την πεποίθηση, λοιπόν, πως η συνδυασμένη ανάπτυξη αποτελεί την καλύτερη προοπτική της δυτικής Θεσσαλονίκης, ανήκω σε εκείνους που πιστεύουν ότι Θεσσαλονίκη δεν είναι μόνο το κέντρο, η Τούμπα ή η Καλαμαριά, αλλά και η Σίνδος, τα Διαβατά, τα Κουφάλια, η Χαλκηδόνα, το Καλοχώρι κλπ.
Αναβαθμίζοντας τη δυτική Θεσσαλονίκη, αναβαθμίζουμε όλη την πόλη. Και αυτήν την παραδοχή δεν πρέπει να την ξεχνά κανείς!