Θεόδωρός Καράογλου:
Ήταν λογικό και αναμενόμενο η πολυσυζητημένη δημοσιονομική
απογραφή, που πιστή στις προφορικές της εξαγγελίες και όπως όφειλε
απέναντι στον ελληνικό λαό έκανε πράξη η νέα διακυβέρνηση της χώρας, να
προκαλέσει αντιμαχίες, κομματικές αντιπαραθέσεις, μια ευρύτατη συζήτηση
στήριξης ή απαξίωσης της συγκεκριμένης ενέργειας.
Οι λόγοι είναι προφανείς. «Η ισχυρή οικονομία», το κύριο
προεκλογικό όπλο του ΠΑΣΟΚ και του κ. Σημίτη προσωπικά για δυο συνεχείς
εκλογικές αναμετρήσεις, αποδείχθηκε ένα απλό ψεύτικο σύνθημα,
αποδείχθηκε με τη γύμνια της ελληνικής οικονομίας, ένα προπαγανδιστικό
επικοινωνιακό παιχνίδι και τίποτε άλλο. Αυτό άλλωστε ήταν κάτι που πάρα
πολύ καλά ο ελληνικός λαός γνώριζε και γνωρίζει, μια που τα τραγικά
αδιέξοδα της οικονομικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ τα βίωσε στην κυριολεξία
«στο πετσί του».
Ήταν, λοιπόν, και είναι μονόδρομος για τη νέα Κυβέρνηση η αποκατάσταση
της δημοσιονομικής ισορροπίας, κάτι που προσπαθεί να κάνει με τον
συζητούμενο σε λίγες μέρες προϋπολογισμό, όπου η Κυβέρνηση επέλεξε το
δρόμο της ήπιας προσαρμογής. Η Κυβέρνηση που εκφράζει πολιτικά το κόμμα
του μέτρου, την ιδεολογία του μεσαίου χώρου, επέλεξε να αποφύγει τις
κοινωνικές εντάσεις και τις συγκρούσεις με ήπιο τρόπο, με νοικοκύρεμα
της οικονομίας, με περιστολές δαπανών σπατάλες, θα έλεγα καλύτερα, από
το περίφημο σπάταλο κράτος, όπως το κατάντησε το σύστημα του ΠΑΣΟΚ- με
τη μείωση των αμυντικών δαπανών, δίνοντας έμφαση στο κοινωνικό κράτος
και στις κοινωνικές παροχές στον ελληνικό λαό. Δίνοντας έμφαση στο
τομέα της εθνικής παιδείας που τον θεωρεί κεφαλαιώδη και πραγματικά
εθνικής σημασίας, φιλοδοξεί να αποκαταστήσει τη δημοσιονομική οικονομία
της χώρας και να νοικοκυρέψει γενικά το κράτος.
Αλλά αυτά τα μέτρα από μόνα τους δεν είναι αρκετά για να πάρει
μπροστά η ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας, για να υπάρξουν
επενδύσεις, για να υπάρξει ανάπτυξη του τόπου που τόσο πολύ την έχει
ανάγκη. Υπάρχουν και άλλες προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες για να
γίνει αυτό πραγματικότητα. Πρώτα-πρώτα χρειάζεται ένα ευνοϊκό, αλλά
κυρίως σταθερό φορολογικό πλαίσιο, ένα ευέλικτο, αντιγραφειοκρατικό,
θεσμικό πλαίσιο, αλλά και ένας ουσιαστικά αναπτυξιακός νόμος. Για όλα
αυτά η Κυβέρνηση έκανε τις απαραίτητες κινήσεις της. Παρουσίασε και
έκανε νόμο ένα νέο φορολογικό πλαίσιο σταθερό τουλάχιστον για μια
τετραετία κατά δήλωση-δέσμευση του αρμόδιου Υπουργού Εθνικής
Οικονομίας, που προβλέπει παράλληλα μείωση των φορολογικών συντελεστών
από το 35% στο 25% σε ό,τι αφορά τις κεφαλαιουχικές εταιρείες και από
25% σε 20% σε ό,τι αφορά τις προσωπικές εταιρείες, που
αντικειμενικοποιεί το σύστημα ελέγχου με λίστες αναγνωρισμένων δαπανών
που εκπίπτουν φορολογικά, που δεν επιβάλλει καμιά άλλη φορολογία,
αντίθετα δίνει σημαντική ανακούφιση σε χαμηλόμισθους και
χαμηλοσυνταξιούχους. Παράλληλα, με τελικό στόχο την επανίδρυση του
κράτους προχωράει η Κυβέρνηση σε νέους αντιγραφειοκρατικούς νόμους που
θα απλοποιούν όλες τις διαδικασίες, που επιτέλους θα κάνουν φιλικό και
προσβάσιμο το κράτος στον Έλληνα πολίτη, στον Έλληνα αλλά και στον ξένο
επιχειρηματία.
Όλα τα παραπάνω μαζί με το συζητούμενο σήμερα αναπτυξιακό
νομοσχέδιο της Κυβέρνησης αποτελούν ένα πλέγμα μέτρων, μια «βεντάλια»
οικονομικής πολιτικής που σταθερά, βήμα-βήμα, οργανωμένα και μεθοδικά
ξεδιπλώνει η ελληνική Κυβέρνηση. Ο νέος αναπτυξιακός νόμος αποτελεί ένα
βασικό εργαλείο και μια κεντρική πολιτική επιλογή στην εκπεφρασμένη και
ήδη έμπρακτα αποδεδειγμένη βούληση της νέας διακυβέρνησης για
επικέντρωση του ενδιαφέροντος στην περιφέρεια. Κινείται προς τη σωστή
κατεύθυνση για την ελληνική οικονομία και είναι ο καλύτερος δυνατός
νόμος σύμφωνα με τα δεδομένα και τις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής
Ένωσης. Κατ' αρχήν, προέκυψε από ένα συστηματικό, ειλικρινή και
ευρύτατο διάλογο με παραγωγικούς φορείς, τις προτάσεις των περισσοτέρων
φορέων συμπεριλαμβάνει, συμβάλλει στη δημιουργία ενός υγιούς και
δικαίου οικονομικού, επενδυτικού περιβάλλοντος με λιγότερη
γραφειοκρατία, περισσότερα και πιο ορθολογικά κίνητρα και ίσες
ευκαιρίες για όλους. Και το κυριότερο είναι ότι έχει στο επίκεντρό του
τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας
για την αρωγή και την ανάπτυξη των οποίων η Νέα Δημοκρατία πολλαπλώς
έχει δεσμευθεί, αντιλαμβανόμενη τον πρωτεύοντα ρόλο που διαδραματίζουν
στην εγχώρια παραγωγή και οικονομία.
Επομένως, ο νέος αναπτυξιακός νόμος ενισχύει και ενθαρρύνει την
επιχειρηματικότητα και την καινοτομία, δημιουργώντας το περιβάλλον και
τις προϋποθέσεις προσέλκυσης και υποστήριξης των επενδύσεων
ανταγωνιστικότητας και εκτόνωσης της απασχόλησης. Αποτελεί το όχημα για
την ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη και τη μείωση των ανισοτήτων και εν
τέλει ο νέος αναπτυξιακός νόμος συμπυκνώνει όλη τη φιλοσοφία της νέας
οικονομικής πολιτικής της νέας διακυβέρνησης, μιας οικονομικής
πολιτικής η οποία κινείται προς την κατεύθυνση της περιφερειακής
σύγκλισης, της αύξησης της απασχόλησης και της κοινωνικής συνοχής. Και
γι' αυτό δεν αρκείται στον κρατισμό, αλλά παρέχει ένα πλαίσιο ισχυρών
κινήτρων με στόχο την τόνωση της επιχειρηματικότητας, την ενίσχυση των
εγχώριων και την προσέλκυση των ξένων επενδύσεων.
Ο νέος αναπτυξιακός νόμος, κύριοι συνάδελφοι, είναι ένας γενναίος
νόμος, ένα άλμα προς αυτήν την κατεύθυνση της ανάπτυξης και ειδικά
ορισμένα μέτρα του, όπως η κατάργηση του διαχωρισμού μεταξύ νέων και
παλαιών επιχειρήσεων, η διεύρυνση των κατηγοριών επιλέξιμων δαπανών, η
παροχή πρόσθετων επιχορηγήσεων για μια σειρά επενδύσεων και
πρωτοβουλιών, οι πρόσθετες έως και δεκαπέντε μονάδες ενισχύσεις για τις
μιικρομεσαίες επιχειρήσεις, τα μέτρα για την ενίσχυση της απασχόλησης
και πέρα από την περίοδο της επιχορήγησης και μια σειρά άλλων μέτρων.
Κλείνοντας και σε ό,τι αφορά το Νομό Θεσσαλονίκης ασφαλώς και δεν
ικανοποιείται το πάγιο και ομόθυμο αίτημα για αλλαγή ζώνης κινήτρων του
νομού. Ωστόσο, είναι κάτι που στην παρούσα φάση και παρά τη βούληση της
νέας διακυβέρνησης δεν μπορούσε να εκτεθεί. Ωστόσο, πρέπει να
παραμείνουμε προσανατολισμένοι στην ανάγκη αλλαγής της ζώνης κινήτρων,
ώστε από το 2006 οπότε κάτι τέτοιο θα είναι εφικτό, ο Νομός
Θεσσαλονίκης να αδράξει την ευκαιρία και να αποκτήσει τις ευκαιρίες που
του ανήκουν. Απαιτείται όμως μια ορθολογική αξιολόγηση αναγκών και
προοπτικών των περιοχών του Νομού Θεσσαλονίκης ώστε να υπάρξει ισόρροπη
ανάπτυξη και σε επίπεδο νομαρχιακό. Περιοχές ιδιαίτερα υποβαθμισμένες
και με αυξημένες ανάγκες όπως για παράδειγμα η επαρχία Λαγκαδά,
απαιτείται να υπαχθούν στην Γ΄ ζώνη, ενώ άλλες του ευρύτερου
πολεοδομικού συγκροτήματος με πιο αυξημένα οικονομικά μεγέθη, μπορούν
να ενταχθούν στη Β΄ ζώνη.
Και κλείνω με την τελευταία μου φράση: Ο νέος αναπτυξιακός νόμος
κάνει το πρώτο βήμα. Η αλλαγή ζώνης κινήτρων στο νομό θα είναι το
δεύτερο. Η Θεσσαλονίκη της ανεργίας, της αποβιομηχάνισης, των
ανύπαρκτων υποδομών, των επί εικοσαετία χαμένων ευκαιριών, το αξίζει
και το απαιτεί, ώστε επιτέλους να διαδραματίσει το ρόλο της τόσο στο
εγχώριο γίγνεσθαι όσο και σ' αυτό της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Ευχαριστώ πολύ.