Θεόδωρος Καράογλου:
Αγαπητές συναδέλφισσες, αγαπητοί συνάδελφοι, σήμερα καλούμαστε στις
εργασίες του Κοινοβουλίου να συζητήσουμε και να κυρώσουμε τον
Ισολογισμό-Απολογισμό του ελληνικού κράτους για το οικονομικό έτος
2002, έναν Ισολογισμό, έναν Απολογισμό που η συζήτησή τους έχει τρία
συγκεκριμένα χαρακτηριστικά:
Πρώτα-πρώτα αφορά διαχείριση που έγινε από την προηγούμενη
κυβέρνηση, την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, αλλά λόγω του λογιστικού συστήματος
και λόγω των εκλογών που μεσολάβησαν έρχεται καθυστερημένα μετά από δύο
περίπου χρόνια να εγκριθεί με νέα κυβέρνηση η οποία καλείται και να τον
επικυρώσει.
Δεύτερον, η συγκεκριμένη κύρωση, η συγκεκριμένη απόφαση έχει έναν
καθαρά τυπικό, διαδικαστικό χαρακτήρα και γίνεται για να μη
δημιουργηθούν τυπικά προβλήματα στη νομιμότητα του
Ισολογισμού-Απολογισμού του κράτους για το οικονομικό έτος 2002.
Άλλωστε πώς θα μπορούσε να έχει ουσιαστικό χαρακτήρα η συζήτηση για τον
Ισολογισμό και Απολογισμό του οικονομικού έτους 2002 όταν η τότε
Αξιωματική Αντιπολίτευση, σήμερα Κυβέρνηση, διαφωνούσε ριζικά με την
ασκούμενη από την τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ οικονομική πολιτική, την
οποία και πολλές φορές κατήγγειλε.
Και τρίτον, η συζήτηση αυτή γίνεται μετά από τα νέα δεδομένα που
είναι πλέον πολλά που αφορούν την περίφημη και πολυσυζητημένη
δημοσιονομική απογραφή. Πράγματι έχει γίνει πάρα πολύ μεγάλη συζήτηση
για τη δημοσιονομική αυτή απογραφή και έχει χυθεί πολύ μελάνι σε όλα τα
έντυπα. Αυτό που σίγουρα είναι δεδομένο και αναμφισβήτητο, πέραν της
οποιασδήποτε αμφισβήτησης σε ό,τι αφορά τους σκοπούς ή τα μεγέθη της
δημοσιονομικής απογραφής, είναι ότι πέτυχε εδώ και έξι μήνες να
απασχολεί το πολιτικό σύστημα γενικότερα, αλλά και ειδικότερα όλους
τους «εντρυφούντες περί την οικονομία».
Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, είμαστε αναγκασμένοι να σταθούμε
ιδιαίτερα και να κάνουμε μία αναλυτική τοποθέτηση για τη γενικότερη
κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. Η νέα διακυβέρνηση ανέλαβε τις
ευθύνες της χώρας με νούμερα, με οικονομικά δεδομένα όπως εμφανίζονταν
από την προηγούμενη, που αν σταθούμε μόνο σε αυτά φαίνονταν ρόδινα.
Όμως, η ελληνική κοινωνία κάθε άλλο παρά δέχονταν τα νούμερα αυτά, η
EUROSTAT και οι Ευρωπαίοι εταίροι μας κάθε άλλο παρά τα δεχόντουσαν.
Αντίθετα είχαν την ελληνική Κυβέρνηση υπό διαρκή επιτήρηση και
αμφισβητούσαν τα δεδομένα αυτά και η Ελλάδα εμφανίζονταν σαν μοντέλο
προς αποφυγή όπου όλα πήγαιναν στραβά μετά την ένταξη στην Οικονομική
Νομισματική Ένωση. Άλλωστε προς επικύρωση των λεγομένων μου δεν έχω
παρά να σταθώ με δύο κουβέντες μόνο στην απόφαση της EUROSTAT τον
Αύγουστο του 2002 όπου αναθεωρήθηκαν όλα τα δεδομένα όπως τα παρουσίαζε
η ελληνική Κυβέρνηση και μάλιστα προς το χειρότερο. Είδαμε, λοιπόν,
προϋπολογισμούς προηγουμένων χρόνων οι οποίοι παρουσιαζόντουσαν σαν
πλεονασματικοί προϋπολογισμοί να μετατρέπονται σε ελλειμματικούς,
είδαμε το δημόσιο χρέος να αυξάνει πολύ περισσότερο απ΄ αυτό που η τότε
κυβέρνηση παρουσίαζε, είδαμε την ανεργία να ανεβαίνει πολύ πιο ψηλά σε
σχέση με την εμφανιζόμενη από την ελληνική Κυβέρνηση.
Ήταν φανερό, λοιπόν, και στους Ευρωπαίους εταίρους μας αλλά και
στην ελληνική κοινωνία γενικότερα ότι η προηγούμενη κυβέρνηση
πλασματικά ωραιοποιούσε τα οικονομικά μεγέθη, σκόπιμα διαστρέβλωνε τη
δύσκολη οικονομική πραγματικότητα και με πολλά από τα διαπλεκόμενα
φιλικά προς αυτή Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης είχε στήσει μία βιομηχανία
εξαπάτησης των Ελλήνων πολιτών!
Μπροστά στην υπαρκτή κατάσταση εκείνης της εποχής, η τότε
Αξιωματική Αντιπολίτευση, Κυβέρνηση σήμερα, κατήγγειλε άλλοτε σε
χαμηλούς τόνους, μια που υπήρχε ο εθνικός στόχος της ένταξης στην
Οικονομική Νομισματική Ένωση προφανώς θυμόμαστε όλοι πάρα πολύ καλά τις
δηλώσεις εκείνης της εποχής από τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας για
δημιουργική λογιστική και για ονομαστική και όχι πραγματική σύγκλιση-
και άλλοτε σε υψηλότερους τόνους, διπλά βιβλία, ψεύτικα δημοσιονομικά
στοιχεία κλπ., την κατάσταση εκείνη. Όμως μπροστά στην κατάσταση που
υπήρχε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ συνέχιζε την «πολιτική στρουθοκαμηλισμού».
Δηλαδή δεν αντιμετώπιζε τα προβλήματα, αντίθετα τα έκρυβε. Έτσι η νέα
Κυβέρνηση ήταν υποχρεωμένη και ευθαρσώς αυτό έκανε- να μιλήσει και
μίλησε προεκλογικά για τη δημοσιονομική απογραφή που είναι απαραίτητο
να γίνει για να γνωρίζει και ο ελληνικός λαός και οι Ευρωπαίοι εταίροι
μας τα οικονομικά δεδομένα της χώρας και το ίδιο έκανε πράξη αμέσως
μετά τις εκλογές. Υλοποιώντας την προεκλογική της δέσμευση, έκανε πράξη
τη δημοσιονομική απογραφή η οποία σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα
αποκάλυψε σε όλο τον ελληνικό λαό ότι η εμφανιζόμενη, περίπου «ρόδινη»
κατάσταση της ελληνικής οικονομίας από την προηγούμενη κυβέρνηση, καμία
σχέση δεν είχε με την πραγματικότητα.
Θα αναφερθώ επιγραμματικά σε κάποια νούμερα, γιατί πιστεύω ότι
είναι πολύ σημαντικά. Το περίφημο έλλειμμα της τάξης του 1,2% του ΑΕΠ
αποκαλύφθηκε ότι ξεπερνά το 5%. Είναι 5,3%. Να αναφερθώ επίσης στην
ανεργία, η οποία εμφανιζόταν περίπου 8% αλλά βέβαια με βάση αναφοράς
στην απογραφή του 1991, ενώ ξεπερνά το 12% με βάση αναφοράς στον
πραγματικό πληθυσμό της Ελλάδος το 2001. Και βέβαια το δημόσιο χρέος το
οποίο, κατά την προηγούμενη κυβέρνηση, ήταν περίπου το 97% του
Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, αποδείχθηκε πάρα πολύ γρήγορα και δεν
ξέρουμε αν τελικά είναι μόνο αυτό ή είναι και παραπάνω- ότι ξεπερνά το
112%.
Με δυο λόγια, η νέα Κυβέρνηση, ως όφειλε απέναντι στον ελληνικό
λαό αλλά και στους Ευρωπαίους εταίρους μας, αποκατέστησε την
πραγματικότητα στην οικονομία και στους οικονομικούς δείκτες που -για
να δανειστώ και μια προσφιλή έκφραση ΠΑΣΟΚική- «αιθεροβατούσαν»,
παρουσιάζοντας μια κατάσταση όπως θα ήθελαν να είναι κι όχι όπως
πραγματικά ήταν. Άλλωστε, η νέα διακυβέρνηση παρουσίασε, ως όφειλε,
στον ελληνικό λαό δύο νέα στοιχεία, άγνωστα ως τώρα, ως το πρόσφατο
παρελθόν: Πρώτα-πρώτα εφήρμοσε για πρώτη φορά τη διαφάνεια και
δεύτερον, σκοπεύει να ολοκληρώσει την επαναφορά των δημοσίων μεγεθών,
των δημοσίων οικονομικών στο σωστό δημοσιονομικό δρόμο, κάτι που έχει
φανεί με το υπό κατάθεση σχέδιο του προϋπολογισμού.
Ένα, λοιπόν, από τα σημαντικότερα προβλήματα που οφείλουμε να
αντιμετωπίσουμε ως χώρα είναι πρώτα- πρώτα η αποκατάσταση της
αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας, μιας αξιοπιστίας που ετρώθη
συστηματικά και κατ' εξακολούθηση από την προηγούμενη κυβέρνηση στο
όνομα μικροπολιτικών συμφερόντων, που έβλαψε διεθνώς την ελληνική
οικονομία εξαιτίας των ψεύτικων οικονομικών δεδομένων που συνεχώς
παρουσίαζε.
Επιχείρηση: αξιοπιστία, λοιπόν. Είναι πολύ δύσκολη η αποστολή της
ελληνικής Κυβέρνησης και ειδικότερα του Υπουργού Οικονομίας γιατί αυτό
απαιτεί μακροχρόνιες, συντονισμένες, σοβαρές προσπάθειες για να πειστεί
η παγκόσμια οικονομική κοινότητα ότι στον τομέα αυτόν κάτι, στην
κυριολεξία, έχει αλλάξει. Είναι σημαντικότατο να αποκαταστήσουμε την
αξιοπιστία της ελληνικής οικονομίας γιατί αυτός είναι απαράβατος όρος
για τη δημιουργία κλίματος προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων που είναι
απαραίτητα για την τόνωση της επενδυτικότητας στη χώρα μας, που τόσο
πολύ τα έχει ανάγκη.
Ένας δεύτερος στόχος είναι η εξυγίανση των δημοσιονομικών μεγεθών
και είναι ο αμέσως επόμενος και μεγάλος στόχος, το μεγάλο στοίχημα της
ελληνικής κυβέρνησης. Ήδη, με το σχέδιο προϋπολογισμού που κατατέθηκε,
γίνεται μια μεγάλη προσπάθεια έτσι ώστε το δημοσιονομικό έλλειμμα από
5,3% του ΑΕΠ να κατέβει στο 2,8%, να μειωθεί το δημόσιο χρέος από το
112% στο 109,5% και πιστεύουμε ότι το σχέδιο του προϋπολογισμού, όπως
θα διαμορφωθεί, τελικά, μετά την ψήφισή του στη Βουλή, θα συμβάλει και
θα υπηρετήσει το σκοπό αυτό.
Όλα αυτά θα επιτευχθούν μέσα από τη μείωση αντιπαραγωγικών δαπανών
του δημοσίου, μέσα από τη μείωση των αμυντικών δαπανών, μέσα από το
πρόγραμμα εκτεταμένων αποκρατικοποιήσεων μιας σειράς έργων και
διαδικασιών που δεν υπάρχει κανείς λόγος να είναι υπό κρατικό έλεγχο,
μέσα από την εξαφάνιση των δαπανών για τα ολυμπιακά έργα που μέχρι
πρόσφατα είχαμε, αλλά που πλέον από το νέο προϋπολογισμό δεν υπάρχει
κανείς λόγος να υπάρχουν- και μέσα από τον έλεγχο και είναι πολύ
σημαντικό αυτό- για την τήρηση του προϋπολογισμού, που αναμένεται για
πρώτη φορά να είναι και τακτικός και αυστηρός.
Μπορούμε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, να τα καταφέρουμε.
Μπορούμε να κάνουμε πράξη την αξιοπιστία της ελληνικής οικονομίας αλλά
και την τήρηση του προϋπολογισμού, που θα φέρει τη δημοσιονομική
εξυγίανση των οικονομικών μεγεθών της χώρας. Και όπως χαρακτηριστικά
αναφέρει και ο Πρωθυπουργός: «το σχέδιό μας απεικονίζει το μεγάλο άλμα
που επιχειρούμε προκειμένου να περάσει η οικονομία μας από το κενό της
ωραιοποίησης, της αναξιοπιστίας και της αβεβαιότητας στη στέρεη βάση
της αξιοπιστίας, της φερεγγυότητας και της σιγουριάς».
Όμως τα δύο παραπάνω δεδομένα, δηλαδή η αποκατάσταση της
αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας αλλά και η δημοσιονομική εξυγίανση
της χώρας είναι απαραίτητα μεν, αλλά δεν είναι τα μόνα απαραίτητα
στοιχεία για το άλλο μεγάλο ζητούμενο, που είναι η οικονομική ανάπτυξη
της χώρας, η δημιουργία οικονομικού πλούτου για την χώρα, για τους
πολίτες. Γιατί, σε τελική ανάλυση, αυτό είναι το ζητούμενο, η
αντιμετώπιση δηλαδή των αναγκών της χώρας και του πολίτη και η βελτίωση
της καθημερινότητάς του.
Αγαπητές συναδέλφισσες, αγαπητοί συνάδελφοι, με τις σκέψεις αυτές
για τη γενικότερη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας επανερχόμενος στο
θέμα της ημερήσιας διάταξης και κλείνοντας την τοποθέτησή μου οφείλω να
καταθέσω τη θετική μου ψήφο για την κύρωση του Ισολογισμού και
Απολογισμού του Οικονομικού Έτους 2002, ενός έτους που την ευθύνη
διακυβέρνησης του τόπου είχε η προηγούμενη κυβέρνηση -η κυβέρνηση του
ΠΑΣΟΚ- χωρίς βέβαια αυτή η θετική μου ψήφος που δίνεται όπως ανέφερα
και στην αρχή της τοποθέτησής μου για λόγους λογιστικής τάξης, να
ερμηνεύεται ως θετική ψήφος για την οικονομική διαχείριση της περιόδου
εκείνης, μιας περιόδου που τόσο εγώ προσωπικά όσο και η παράταξή μου
αλλά και ο ελληνικός λαός πολύ πρόσφατα μάλιστα, σε δυο συνεχείς
εκλογές έχει καταδικάσει.
Σας ευχαριστώ πολύ.