Συζήτηση επί της αρχής του σχεδίου νόμου του
Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών: «Εναρμόνιση της ελληνικής
νομοθεσίας με την Οδηγία 2006/43/ΕΚ περί υποχρεωτικών ελέγχων των
ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών, για την τροποποίηση των
Οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου και για την κατάργηση
της Οδηγίας 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου και άλλες διατάξεις». (Απογευμα)
Το λόγο έχει ο εισηγητής της Πλειοψηφίας κ. Καράογλου.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΑΡΑΟΓΛΟΥ:
Αγαπητοί συνάδελφοι, είχαμε συνηθίσει μέχρι τώρα -θα έλεγα ότι ήταν
μία πάγια διαδικασία- όταν είχαμε να συζητήσουμε την ενσωμάτωση
κοινοτικών οδηγιών, να έχουμε σύντομες διαδικασίες, οι οποίες δεν
απασχολούσαν ιδιαίτερα τις επιτροπές ή την Ολομέλεια της Βουλής.
Σήμερα και αύριο, όμως, θα δούμε ότι η συγκεκριμένη ενσωμάτωση της
οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι μία πολύ σημαντική οδηγία, η
οποία θα απασχολήσει το Κοινοβούλιό μας για αρκετές ώρες, μια και αφορά
μερικές χιλιάδες ανθρώπων που εργάζονται ως ορκωτοί λογιστές, αλλά και
πάρα πολλές χιλιάδες επιχειρήσεων.
Πρόκειται για την ενσωμάτωση της οδηγίας 43 της 17ης Μαΐου 2006
του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που αναφέρεται στον υποχρεωτικό έλεγχο των
ετησίων και ενοποιημένων λογαριασμών. Η ενσωμάτωση της οδηγίας αυτής
τροποποιεί τις οδηγίες 660 του 1978 της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής
Κοινότητας, την οδηγία 319 του 1983 της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής
Κοινότητας και παράλληλα καταργεί την Οδηγία 253 του 1984 της
Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.
Γιατί αποφάσισε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τη συγκεκριμένη οδηγία; Ο
στόχος για τις αλλαγές, τις τροποποιήσεις και τις καταργήσεις των
παλαιών οδηγιών ήταν πρώτον, η ομαλή λειτουργία των αγορών. Δεύτερον, η
υπεύθυνη και έγκαιρη ενημέρωση για τα οικονομικά αποτελέσματα μίας
επιχείρησης. Τρίτον, η θέσπιση κανόνων και προϋποθέσεων για τη σύσταση
και λειτουργία ελεγκτικών γραφείων, καθώς επίσης και η θέσπιση κανόνων
και προϋποθέσεων για την άσκηση καλής ποιότητας ελέγχου από τους
ελεγκτές. Η καλή ποιότητα ελέγχου που θα εποπτεύεται από τις κατά
τόπους αρμόδιες επιτροπές, συμβάλλει στην ομαλή λειτουργία των αγορών,
ενισχύοντας παράλληλα το κύρος και την αποτελεσματικότητα των
οικονομικών καταστάσεων.
Οι νόμοι, οι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία τα οποία θα
πιστοποιηθούν, θα πρέπει να είναι ανεξάρτητα κατά την εκτέλεση του
υποχρεωτικού ελέγχου. Μπορούν να ενημερώνουν την ελεγχόμενη επιχείρηση
για ζητήματα που ανακύπτουν κατά τον έλεγχο, αλλά πρέπει να απέχουν από
τις εσωτερικές διαδικασίες λήψης απόφασης της ελεγχόμενης επιχείρησης.
Όλοι οι υποχρεωτικοί έλεγχοι πρέπει συνεπώς να διενεργούνται βάσει των
διεθνών ελεγκτικών προτύπων.
Μία τεχνική επιτροπή, η ομάδα ελέγχου, θα πρέπει να επικουρεί την
Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην εκτίμηση της τεχνικής καταλληλότητας όλων των
διεθνών ελεγκτικών προτύπων και θα πρέπει παράλληλα να χρησιμοποιεί το
σύστημα των οργάνων δημόσιας εποπτείας των κρατών-μελών. Στα πλαίσια
αυτά, τα κράτη μέλη μπορούν, για παράδειγμα, να απαιτούν συμπληρωματική
έκθεση ελεγκτή προς το εποπτικό συμβούλιο ή να ορίζουν άλλες απαιτήσεις
πληροφόρησης και ελέγχου βάσει των εθνικών κανόνων εταιρικής
διακυβέρνησης.
Ο υποχρεωτικός τακτικός έλεγχος, όπως είναι γνωστό, απαιτεί,
εκτός από υψηλού επιπέδου γνώσεις λογιστικής και ελεγκτικής, επαρκείς
γνώσεις σε θέματα, όπως είναι το δίκαιο. Οι γνώσεις αυτές θα πρέπει να
αποδεικνύονται με εξετάσεις πριν από τη χορήγηση αδείας σε νόμιμο
ελεγκτή από άλλο κράτος-μέλος.
Για την προστασία των τρίτων όλοι οι νόμιμοι ελεγκτές και τα
ελεγκτικά γραφεία που έχουν λάβει άδεια, πρέπει να καταχωρούνται σε
μητρώο, το οποίο θα είναι προσιτό στο κοινό και θα περιέχει βασικές
πληροφορίες για το νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο. Οι νόμιμοι
ελεγκτές παράλληλα θα πρέπει να υπόκεινται σε κανόνες επαγγελματικής
δεοντολογίας, οι οποίοι θα καλύπτουν τουλάχιστον την ευθύνη τους, όσον
αφορά το δημόσιο συμφέρον, την ακεραιότητα και την αντικειμενικότητά
τους, καθώς και την επαγγελματική τους επάρκεια και τη δέουσα
επιμέλεια.
Αναλυτικά τώρα τα θέματα που πραγματεύεται η συγκεκριμένη οδηγία,
είναι τα παρακάτω: Η χορήγηση άδειας σε νόμιμους ελεγκτές και ελεγκτικά
γραφεία. Προβλέπονται τα προσόντα, η εκπαίδευση, αλλά και οι
διαδικασίες ελέγχου της ετοιμότητας. Ο προσδιορισμός των αναλυτικών
εκθέσεων ελέγχου για τις επιχειρήσεις κοινού ενδιαφέροντος. Η
ηλεκτρονική καταχώρηση των ελεγκτών και των ελεγκτικών εταιρειών.
Θέματα επαγγελματικής δεοντολογίας, ανεξαρτησίας, εμπιστευτικότητας και
επαγγελματικού απόρρητου των ορκωτών ελεγκτών. Η εξασφάλιση ποιότητας
ελέγχου και η εφαρμογή των διεθνών ελεγκτικών προτύπων. Ο προσδιορισμός
του συστήματος ελέγχου και των κυρώσεων, πειθαρχική διαδικασία και
πειθαρχικός έλεγχος που προβλέπονται από τη συγκεκριμένη οδηγία. Οι
αρχές οργάνωσης των τοπικών συστημάτων επίβλεψης και ελέγχου. Η
περιγραφή των διαδικασιών ορισμού τακτικών ελέγχων και ελεγκτών,
διακοπή συνεργασίας και επικοινωνίες με τους ελεγκτές. Ο ορισμός των
αρμόδιων αρχών σε κάθε κράτος-μέλος και τέλος διεθνή θέματα και
συνεργασίες που υπάρχουν μεταξύ κρατών-μελών, καθώς επίσης και
κρατών-μελών με τρίτες χώρες.
Ένα από τα κυριότερα θέματα που απασχόλησαν τα κράτη-μέλη κατά τη
διαδικασία ενσωμάτωσης της συγκεκριμένης οδηγίας στην εθνική τους
νομοθεσία ήταν το θέμα της αστικής ευθύνης των ορκωτών ελεγκτών. Για το
λόγο αυτό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με σχετική σύσταση της 5ης Ιουνίου 2008
προσδιορίζει τους προτεινόμενους τρόπους υπολογισμού του ποσού της
ποινής αστικής ευθύνης των ελεγκτών με πρότυπο τη νόμιμη μέθοδο, την
ανάπτυξη μεθόδου υπολογισμού, σύμφωνα με την ομάδα εργασίας βάσει των
κύκλου εργασιών των ελεγκτικών εταιρειών, προκειμένου να διαμορφώνεται
το ανωτέρω ποσό ευθύνης των ελεγκτικών εταιρειών.
Πρόσθετα, σημειώνεται στην εν λόγω σύσταση η σπουδαιότητα
κατανόησης από τα κράτη-μέλη, πριν από την τελική διαμόρφωση της
εθνικής τους νομοθεσίας, του ρόλου του πιστοποιητικού ελέγχου και των
ελεγκτικών εργασιών, σημειώνοντας τις άμεσες και σπουδαιότατες
συνέπειες στην κεφαλαιαγορά, τις εισηγμένες επιχειρήσεις και αποφάσεις
για την προστασία των επενδυτών.
Σχετικά με το θέμα που αφορά τη συμμετοχή ελεγκτών στα όργανα της
εν λόγω εποπτικής αρχής σημειώνεται ότι πρώτον, τόσο η σύσταση της
Επιτροπής όσο και η σχετική έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου
ορίζουν ρητά ότι απαγορεύεται η συμμετοχή των εποπτευομένων σε
διοικητικά όργανα των εποπτικών αρχών.
Δεύτερον, καθιερώνεται η αμοιβή-αναγνώριση των ελεγκτών των λοιπών
κρατών-μελών και των υπηρεσιών που παρέχουν, καθώς εφαρμόζονται σε
κοινό ελεγκτικό πλαίσιο οι διεθνείς ελεγκτικές διαδικασίες, δηλαδή
εφαρμόζονται τα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα. Υπάρχει ένας συγκεκριμένος
κώδικας τιμής και μια σειρά άλλων τέτοιων ζητημάτων.
Τρίτον, οι ποινές και η αστική ευθύνη καθορίζονται με ανώτατα
όρια, λαμβάνοντας υπόψη τις άμεσες και καθοριστικές συνέπειες για τη
λειτουργία της κεφαλαιαγοράς σε περιπτώσεις σοβαρών ή επαναλαμβανομένων
παραπτωμάτων, κατά την εκτέλεση των ελεγκτικών διαδικασιών.
Προκειμένου να διασφαλίζεται η διαφάνεια και η ανεξαρτησία στην
εκτέλεση του έργου, ορίζεται περίοδος εναλλαγής των ελεγκτών και των
ελεγκτικών εταιρειών, ώστε να αποφεύγεται η δημιουργία πελατειακής
σχέσης με τον ελεγχόμενο και να τηρούνται αυστηρά τα ελεγκτικά πρότυπα
και οι ελεγκτικές διαδικασίες.
Σε σχέση με τα συμπεράσματα της συγκεκριμένης οδηγίας στεκόμαστε
στα εξής: το σύνολο των αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Ε.Λ.Τ.Ε.
ορίζονται στο συγκεκριμένο κείμενο της κοινοτικής οδηγίας, σκοπός της
οποίας είναι η διαμόρφωση σε κάθε κράτος-μέλος ανεξάρτητων εποπτικών
αρχών που θα τηρούν τις διατάξεις της οδηγίας και θα συνεργάζονται σε
κοινοτικό, αλλά μελλοντικά και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Τα όρια της ευθύνης διαμορφώνονται, αφού ληφθεί υπόψη και η
σημείωση της σύστασης της επιτροπής, η οποία υπογραμμίζει τις άμεσες
συνέπειες στη χρηματιστηριακή αγορά από τα παραπτώματα των ορκωτών
ελεγκτών και αναφέρονται στο μέγιστο ποσό ευθύνης, το οποίο εφαρμόζεται
σε εξαιρετικές περιπτώσεις.
Το σύστημα του πειθαρχικού ελέγχου παρακολουθεί την αντίστοιχη
διαμόρφωση του πειθαρχικού ελέγχου των υπόλοιπων κρατών-μελών και θα
οριστικοποιηθεί σε συνεργασία με την Κοινότητα και τα λοιπά κράτη-μέλη
με κανονιστικές πράξεις της Ε.Λ.Τ.Ε..
Η διενέργεια των ποιοτικών ελέγχων οργανώνεται σε απόλυτη
συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις σχετικές οδηγίες, που
λαμβάνει η χώρα μας, όπως και τα υπόλοιπα κράτη-μέλη και σε αρκετές
περιπτώσεις συστήνεται συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών, προκειμένου
να επιταχυνθούν οι διαδικασίες εκπαίδευσης και ανάπτυξης μεθόδων
ποιοτικών ελέγχων.
Σε κοινοτικό επίπεδο και στα ίδια πλαίσια χρηματοδότησης και των
λοιπών εποπτικών φορέων έχει αποφασιστεί η χρηματοδότηση της
πλειονότητας των εποπτικών αρχών από τις ελεγκτικές επιχειρήσεις,
προκειμένου να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία από τον κρατικό
προϋπολογισμό, αλλά και η διασφάλιση των πόρων για τη διενέργεια του
συνόλου των εποπτικών διαδικασιών.
Το σχέδιο νόμου, αλλά και η οδηγία συστήνουν συγκεκριμένο χρονικό
διάστημα, το οποίο απαιτείται προκειμένου να συνδέεται, αλλά και να
ανεξαρτητοποιείται ο ελεγκτής από το ελεγκτικό επάγγελμα. Η ευρωπαϊκή
Επιτροπή, αλλά και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχουν κάνει σαφές ότι
η συμμετοχή των εποπτευομένων στους εποπτικούς φορείς δυσχεραίνει ή και
κάνει αδύνατη την εκτέλεση του ρόλου τους και την αμερόληπτη άσκηση της
εποπτείας.
Τέλος, ο ορισμός του δικτύου και η διασύνδεση των ελεγκτικών
γραφείων με το σύνολο των λοιπών εργασιών διορθώθηκε και περιλαμβάνει
τον ορισμό του δικτύου, όπως σαφέστατα ορίζεται από την προς ενσωμάτωση
κοινοτική οδηγία.
Αυτά σε γενικές γραμμές είναι, συνάδελφοι, τα προβλεπόμενα από την
οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως καλούμαστε να την εναρμονίσουμε και
να τη νομοθετήσουμε. Είναι μια οδηγία η οποία εκτιμώ ότι λύνει αρκετά
σημαντικά ζητήματα, που όπως προανέφερα, απασχολούν, όχι μόνο ορκωτούς
λογιστές, όχι μόνο στη χώρα, αλλά και γενικότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Παράλληλα, ενδιαφέρει άμεσα και χιλιάδες επιχειρήσεις, που έχουν άμεση
σχέση με τους ορκωτούς λογιστές.
Θεωρώ ότι η συγκεκριμένη ενσωμάτωση, η συγκεκριμένη εναρμόνιση
ανταποκρίνεται στο πνεύμα, αλλά και στο γράμμα της κοινοτικής οδηγίας
και δεν δημιουργεί περαιτέρω προβλήματα.
Τώρα, είμαι βέβαιος ότι θα ακούσουμε από πάρα πολλούς συναδέλφους
που θα ακολουθήσουν, προβληματισμούς, ιδιαίτερα σχετικά με τη
δυνατότητα που έχουν απλώς απόφοιτοι λυκείου να πιστοποιούνται ως
ορκωτοί λογιστές. Όμως στο σημείο αυτό θέλω να τονίσω ότι είναι ακριβής
αντιγραφή από τη συγκεκριμένη οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αυτό
γιατί υπάρχουν χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου επιτρέπεται σε
απόφοιτους απλώς του λυκείου να εργάζονται ως ορκωτοί λογιστές, αφού
βεβαίως περάσουν το σύστημα πιστοποίησης. Όμως και εμπειρικά και
πληροφοριακά να σας πω ότι και στις χώρες αυτές, όπως για παράδειγμα
στη Μεγάλη Βρετανία, το 97% των ορκωτών λογιστών είναι πτυχιούχοι
πανεπιστημίου.
Αφορά, λοιπόν, έναν πάρα πολύ μικρό αριθμό, έναν αριθμό που δεν
γεννά ζήτημα ανησυχίας. Και αυτό το λέω, για να προλάβω σχόλια που θα
ακουστούν ιδιαίτερα πάνω σ' αυτό το κομμάτι.
Με αυτές τις σκέψεις και επειδή, όπως είπα και πριν, πιστεύω ότι η
ενσωμάτωση της συγκεκριμένης οδηγίας δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα,
αλλά αντίθετα λύνει προβλήματα τόσο σε ό,τι αφορά τους ορκωτούς
ελεγκτές και τους λογιστές, όσο και σε ό,τι αφορά χιλιάδες
επιχειρήσεις, προτείνω να ενσωματώσουμε και να εναρμονίσουμε την
ελληνική νομοθεσία με την οδηγία 43/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Σας ευχαριστώ.
ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Νεράντζης): Ο κ. Καράογλου έχει δικαίωμα δευτερολογίας. Ορίστε, κύριε Καράογλου, έχετε το λόγο.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΑΡΑΟΓΛΟΥ:
Είχαμε τη δυνατότητα, κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
επί αρκετές ώρες να ακούσουμε ενδιαφέρουσες απόψεις να κατατίθενται
εκατέρωθεν και θα έλεγα ότι μέσα από το διάλογο αυτό εντοπίστηκαν τρία
κύρια σημεία διαφωνίας από τους εκπροσώπους συνολικά της Αντιπολίτευσης
για το συγκεκριμένο νομοσχέδιο.
Θα προσπαθήσω όσο πιο σύντομα μπορώ να δώσω απαντήσεις στα τρία
αυτά κύρια σημεία διαφωνίας, κάτι που άλλωστε προηγουμένως έγινε και
από τον αρμόδιο κύριο Υπουργό, αλλά και από τον Κοινοβουλευτικό
Εκπρόσωπο της Νέας Δημοκρατίας.
Πρώτα-πρώτα, πολύ εντόνως αναπτύχθηκε το ζήτημα το ότι η Ε.Λ.Τ.Ε.
πλέον δεν διατηρεί την ανεξαρτησία της. Οι συνάδελφοι θεωρούν ότι η
Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων δεν έχει πλέον την
ανεξαρτησία της και ότι είναι πια «το μακρύ χέρι του Υπουργείου», όπως
χαρακτηριστικά είπαν.
Το ερώτημα είναι εάν μιλάνε επί του συγκεκριμένου νομοσχεδίου ή
ξαφνικά θυμήθηκαν κάτι παλαιότερο και γυρίζουν σ' αυτό. Γιατί το
συγκεκριμένο νομοσχέδιο δεν προβλέπει απολύτως καμμία αλλαγή σε ό,τι
αφορά τα της Διοίκησης της Ε.Λ.Τ.Ε..
Άρα, προφανώς, η κριτική τους αναφέρεται στο ν. 3301/2004, ο
οποίος έκανε πράγματι τροποποιήσεις, έκανε μια συγκεκριμένη
τροποποίηση. Άλλαξε έναν εκπρόσωπο του Σ.Ο.Ε.Λ. και έβαλε έναν
εκπρόσωπο του Συνδέσμου Βιομηχάνων Βορείου Ελλάδος και αυτό για τον
απλούστατο λόγο ότι δεν μπορούσε ταυτόχρονα στο Διοικητικό Συμβούλιο
του ελεγκτή να υπάρχει και εκπρόσωπος του ελεγχομένου. Και ήταν
λογικότατη η τροποποίηση αυτή. Δεν έγινε τόσος μεγάλος θόρυβος, όταν
γινόταν η συζήτηση επί του συγκεκριμένου νόμου.
Πάντως, η κριτική που γίνεται επί του συγκεκριμένου ζητήματος,
ότι δηλαδή η Ε.Λ.Τ.Ε. δεν διατηρεί την ανεξαρτησία της, προφανώς, δεν
έχει καμμία σχέση με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο που δεν έχει καμία
απολύτως αναφορά στο συγκεκριμένο ζήτημα. Δεν γίνεται δηλαδή καμμία
αλλαγή στη λειτουργία και τη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου της
Ε.Λ.Τ.Ε..
Δεύτερο ζήτημα που αναπτύχθηκε από συναδέλφους όλης της
Αντιπολίτευσης, ήταν το ζήτημα της αφαίρεσης -λέει- αρμοδιοτήτων από το
Σ.Ο.Ε.Λ.. Μάλιστα κινδυνολόγησαν τόσο πολύ, που στην Επιτροπή
Οικονομικών πριν από μερικές μέρες, έφεραν και εκπροσώπους των
εργαζομένων του Σ.Ο.Ε.Λ., οι οποίοι δικαιολογημένα οι άνθρωποι έλεγαν:
«ρε παιδιά, εμείς ανησυχούμε να μη χάσουμε τη δουλειά μας!» και όλα τα
σχετικά.
Όμως, αλήθεια, από πού προκύπτει αυτή η αφαίρεση αρμοδιοτήτων;
Συγκεκριμένες λειτουργίες θεσμικές είναι υπό την άμεση ευθύνη της
Ε.Λ.Τ.Ε.. Η Ε.Λ.Τ.Ε. δηλαδή θα πρέπει, πρώτον, να χορηγεί τις άδειες
ασκήσεως επαγγέλματος μετά από εξετάσεις και, δεύτερον, να τηρεί το
μητρώο.
Όμως και για τις δυο συγκεκριμένες αυτές λειτουργίες προβλέπεται
από το σχετικό νομοσχέδιο ότι με κανονιστική πράξη μπορεί να δοθεί η
δυνατότητα οι συγκεκριμένες αυτές λειτουργίες να υλοποιούνται από το
Σ.Ο.Ε.Λ., κάτι που θα γίνει και στην πράξη.
Άρα, λοιπόν, «άνθρακες ο θησαυρός». Δεν προβλέπεται να αλλάξει
τίποτα. Η Ε.Λ.Τ.Ε., η Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, έχει
τις συγκεκριμένες αρμοδιότητες, μπορεί όμως -και αυτό θα γίνει πράξη-
να δίνει με κανονιστικές αποφάσεις την τήρηση του μητρώου και τη
διαδικασία της χορήγησης αδειών στο Σ.Ο.Ε.Λ., όπως γινόταν μέχρι τώρα.
Τρίτο ζήτημα που απασχόλησε επί μακρόν και την επιτροπή, αλλά και
σήμερα τη συζήτηση στο Α΄ Θερινό Τμήμα της Βουλής, ήταν το περίφημο
θέμα της υποβάθμισης των πτυχιούχων, αν δηλαδή υποβαθμίζεται με αυτό
τον τρόπο το λειτούργημα του ορκωτού λογιστή-ελεγκτή με τη δυνατότητα
ακόμα και σε απόφοιτους δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να συμμετέχουν στη
διαδικασία για να χαρακτηριστούν ορκωτοί ελεγκτές-λογιστές.
Και τι δεν ακούσαμε εδώ; Ακούσαμε ότι η Κυβέρνηση καλλιεργεί
φρούδες ελπίδες, κοροϊδεύει τα παιδιά τα οποία θα πιστέψουν ότι θα
μπορούν να γίνουν ορκωτοί ελεγκτές. Ακούσαμε ότι η Κυβέρνηση σχεδιάζει
να κάνει κομματικές τοποθετήσεις στο Σώμα των Ορκωτών Εκτιμητών.
Αλήθεια, αγαπητοί συνάδελφοι, πώς προέκυψαν όλα αυτά; Πρώτα-πρώτα,
έχουμε τη διεθνή εμπειρία. Έχουμε, λοιπόν, χώρες όπου επιτρέπεται
απόφοιτοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μετά από σχετικές εξεταστικές
διαδικασίες, να γίνονται ορκωτοί λογιστές εκτιμητές. Έχουμε, λοιπόν,
στην Μεγάλη Βρετανία -και αναφέρθηκε από όλους αυτό και δεν
αμφισβητήθηκε από κανέναν- τη δυνατότητα αυτή και μόλις το 3%
-επαναλαμβάνω μόλις το 3%- των ορκωτών λογιστών είναι απόφοιτοι
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το 97% είναι πτυχιούχοι πανεπιστημίου,
οικονομολόγοι ή άλλων ειδικοτήτων.
Επίσης, οι εξετάσεις, όπως ήταν μέχρι τώρα έτσι και παραμένουν.
Δεν αλλάζει, δηλαδή, τίποτα. Προβλέπεται ένα σώμα εξεταστών, ένα όργανο
που θα εξετάζει τους υποψηφίους, το οποίο θα αποτελείται από τρεις
πανεπιστημιακούς καθηγητές και από δύο εκπροσώπους του Σ.Ο.Ε.Λ..
Πιστεύει, λοιπόν, κανείς ότι οι καθηγητές των οικονομικών πανεπιστημίων
που αντιδρούν στη ρύθμιση αυτή ή οι εκπρόσωποι του Σ.Ο.Ε.Λ. θα βάζουν
τόσο εύκολα θέματα που ξαφνικά θα γεμίσει το Σώμα των Ορκωτών Λογιστών
Ελεγκτών από απόφοιτους δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης; Είναι προφανές ότι
μάλλον το αντίθετο θα γίνεται παρά αυτό που λένε.
Πέραν τούτου, η ατζέντα των θεμάτων, αυτοί που θα εξετάζονται,
δηλαδή, οι υποψήφιοι στις εξετάσεις αυτές, είναι τόσο σημαντική και
τόσο σοβαρή που είναι συζητήσιμο ακόμη και ένας απλός πτυχιούχος
οικονομικής σχολής, αν δεν προετοιμαστεί κατάλληλα, αν θα μπορέσει να
ανταποκριθεί, πόσο μάλλον ένας απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Θα κλείσω, λέγοντας ότι δεν θεωρώ ότι είναι καλό, προσπαθώντας να
κινδυνολογήσουμε, να δημιουργούμε απλά και μόνο εντυπώσεις. Το
νομοσχέδιο είναι συγκεκριμένο. Ενσωματώνει την κοινοτική οδηγία 43/2006
και την ενσωματώνει με πολύ μεγάλη επάρκεια και πληρέστατα. Θεωρώ ότι
με αυτόν τον τρόπο όχι απλώς δεν αποδυναμώνει και δεν υποβαθμίζει, αλλά
αντίθετα αναβαθμίζει το Σώμα των Ορκωτών Λογιστών Ελεγκτών και όχι μόνο
αυτό, αλλά ενισχύει και περιφρουρεί ακόμα περισσότερο το έργο τους.
Σας ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.