Εφημερίδα: Άποψη
Η Νέα Δημοκρατία στις 7 Μαρτίου 2004 έλαβε από την κοινωνία μια
σαφή και ξεκάθαρη εντολή. Να προχωρήσει σε όλες τις απαιτούμενες
διαρθρωτικές αλλαγές, να προχωρήσει αποφασιστικά με ρήξεις και τομές,
για την αντιμετώπιση των χρόνιων παθογενειών της χώρας και τη
δημιουργία προοπτικών οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας.
Να εφαρμόσει πολιτικές που θα βάλουν τέλος στα φαινόμενα διαφθοράς,
γραφειοκρατίας και αναποτελεσματικότητας του κράτους, θα αντιμετωπίσουν
αποτελεσματικά τα προβλήματα της καθημερινότητας των πολιτών και θα
αποτελματώσουν την οικονομία. Πολιτικές όμως με κοινωνική ευθύνη και
ευαισθησία, που θα έχουν ως μέτρο τον άνθρωπο και τις ανάγκες του.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας παρέλαβε μια οικονομία με σημαντικά
προβλήματα όπως τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα, το αυξημένο δημόσιο
χρέος, η χαμηλή ανταγωνιστικότητα, η έλλειψη υποστήριξης της
επιχειρηματικότητας, η χαμηλή απορροφητικότητα του Γ' Κοινοτικού
Πλαισίου Στήριξης. Παράλληλα η γραφειοκρατία, η απουσία κινήτρων και
υποδομών δημιουργούσαν νέα εμπόδια στην προσέλκυση επενδύσεων και την
αύξηση της επιχειρηματικότητας.
Για την αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων η νέα διακυβέρνηση από
την πρώτη στιγμή ξεκίνησε την υλοποίηση του κυβερνητικού της
προγράμματος, την υλοποίηση δηλαδή μεταρρυθμιστικών τομών στο σύνολο
της λειτουργίας του κράτους και της οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό
εντάσσονται οι τελευταίες νομοθετικές της πρωτοβουλίες όπως η εθελούσια
έξοδος στον ΟΤΕ, η ρύθμιση του ασφαλιστικού των τραπεζών, το νέο ωράριο
λειτουργίας των καταστημάτων και το νέο θεσμικό πλαίσιο για την τόνωση
του εμπορίου αλλά και οι ρυθμίσεις στην αγορά εργασίας που έρχονται να
αντιμετωπίσουν με τόλμη, ρεαλισμό, κοινωνική ευαισθησία και σύνθεση
κρίσιμες παραμέτρους των εργασιακών σχέσεων και του ασφαλιστικού.
Ο απολογισμός της πρώτης φάσης των μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης
είναι αναμφισβήτητα θετικός και για τη χώρα και για τους πολίτες που
σύντομα, παρά τις τεχνητές εντάσεις και το αρνητικό κλίμα που οι
προσκολλημένες στο χθες πολιτικές δυνάμεις επιχειρούν να καλλιεργήσουν,
θα βιώσουν τις θετικές επιπτώσεις των κυβερνητικών πρωτοβουλιών. Είναι
άλλωστε ο μόνος δρόμος για τη δημιουργία μιας οικονομίας
ανταγωνιστικής, ενός υγιούς οικονομικού περιβάλλοντος που θα προσελκύει
επενδύσεις και θα ενισχύει την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και
τελικά θα δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας συνεχίζει τις διαρθρωτικές
αλλαγές στην οικονομία στο πλαίσιο μιας συνολικής αναπτυξιακής
πολιτικής κεντρικοί άξονες της οποίας είναι η φορολογική μεταρρύθμιση
και ο νέος αναπτυξιακός-επενδυτικός νόμος που ήδη εφαρμόζονται και οι
συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα όπου το σχετικό νομοσχέδιο
σύντομα θα κατατεθεί στη Βουλή συμβάλλοντας στην περιφερειακή ανάπτυξη.
Παράλληλα εντατικοποιούνται οι ρυθμοί απορρόφησης του Γ' ΚΠΣ,
σχεδιάζεται ορθολογικά η στρατηγική ενόψει Δ' ΚΠΣ, προωθείται μια νέα
γενιά αποκρατικοποιήσεων και μετοχοποιήσεων κ.ά. Τα αποτελέσματα των
πολιτικών αυτών που δημιουργούν συνθήκες ανάπτυξης είναι ευεργετικά για
την οικονομία και την κοινωνία και θα φανούν σε βάθος χρόνου.
Η κυβέρνηση στάθηκε μπροστά στα μεγάλα και χρόνια προβλήματα με
ευθύνη και αναλογιζόμενη το ιστορικό της χρέος απέναντι στις
μελλοντικές γενιές και επέλεξε να τα λύσει και όχι να τα μεταθέσει στο
αύριο. Και αυτό το απαιτεί η κοινωνία και το συμφέρον της χώρας. Για
αυτό και θα συνεχίσει με ακόμη μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και ταχύτητα
τις διαρθρωτικές αλλαγές σε οικονομία, δημόσια διοίκηση, υγεία και
παιδεία παρά τις αντιδράσεις των συντεχνιών και των πολιτικών δυνάμεων
της συντήρησης.
Στο βασικό ερώτημα που εύλογα οποιοσδήποτε καλοπροαίρετος πολίτης
θα μπορούσε να θέσει, « με την μεταρρύθμιση ή την οπισθοδρόμηση;» η
ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, έχει πολύ χρόνο να σκεφθεί και να αποφασίσει. Ένα
όμως είναι σίγουρο! Ο τόπος, η Ελληνική Κοινωνία χρειάζεται και το
κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης να στοχεύει μπροστά, να
ανταποκρίνεται στα προβλήματα του σήμερα και τις προοπτικές του
μέλλοντος και όχι ένα κόμμα παρωχημένο, έρμαιο συντεχνιών και
συμφερόντων, που θα δίνει μάχες χαρακωμάτων για να υπερασπίσει αλλότρια
συμφέροντα και όχι τα πραγματικά συμφέροντα του τόπου.